Με είχε ήδη εκνευρίσει γιατί δεν έφερε κατάλογο. Όχι ότι θα βγάζαμε άκρη με κατάλογο σε ελληνική ταβέρνα, σχεδόν ποτέ δεν έχει τα φαγητά που είναι διαθέσιμα. Αλλά τουλάχιστον να ξέρεις σε τι επίπεδα κινούνται οι τιμές.
Έφτασε στο τραπέζι με ύφος “έχω μόλις πολεμήσει τρεις χιλιάδες Πέρσες μόνος μου και πρέπει να εξουδετερώσω μια πυρηνική κεφαλή στα επόμενα τριάντα δευτερόλεπτα”. Σαν να φταίμε εμείς που είναι τίγκα το μαγαζί. Ακόμα χειρότερα, δεν είχε καν μπλοκάκι. Τόσο ήθελε να μας κάνει τον έξυπνο.
“Λοιποοοοόν, να σας πω τι έχουμε;”
Όχι ρε φίλε, μην μας πεις. Μισή ώρα σε περιμένουμε επειδή θέλαμε να σε ρωτήσουμε τι μάρκα αποσμητικό δεν φοράς. Άρχισε να απαγγέλει τον κατάλογο:
“Από ορεκτικά λοιπόν:” Το μαγαζί ήταν κάποτε συνοικιακή ταβέρνα. Μετά έγινε της μόδας. Τα ορεκτικά είχαν όλα πινελιές κουλτούρας για βλαμμένες που διαβάζουν Αθηνόραμα. Δεν μπορεί να είναι απλά “χόρτα” είναι “δικά μας χόρτα με αυγοτάραχο από σολωμό Ιμαλαϊων” και τέτοια.
Ήταν σαφές ότι έπρεπε να πάρω εκδίκηση.
-Ναι, δυο από αυτά να μας βάλετε.
“Δυο τι;”
-Αυτά που είπατε.
“Τι από όλα;”
-Τα χόρτα με τα Ιμαλάϊα.
Είδε ευκαιρία και πήγε να το παίξει έξυπνος.
“Τα χόρτα με αλάτι Ιμαλαϊων ή με το αυγοτάραχο;” είπε με υποτιμητικό ύφος, παραλείποντας το “βλαμμένε Αθηναίε” που ήθελε να προσθέσει στο τέλος της πρότασης.
-Α, όχι. Στα Ιμαλάια πήγα πέρυσι. Τελικά θέλω την τυροκαυτερή.
Έκανε ένα νεύμα κάπως σαν να κατέγραφε την τυροκαυτερή στο μπλοκάκι του μυαλού του, μια μικρή νίκη ότι πήρε επιτέλους παραγγελία το πρώτο είδος από το τραπέζι μας. Πήγε να συνεχίσει.
-Α, όχι, όχι. Κάντε τες δυο τις τυροκαυτερές.
Ξαναέκανε το νεύμα στο κεφάλι, σαν να έσβηνε το προηγούμενο, αλλά δεν τον άφησα να τελειώσει.
-Και ένα τζατζίκι. Εκείνο με το τοπικό αγγούρι και την καυτερή πάπρικα.
“Ναι, μάλιστ…”
-Όχι, όχι. Το άλλο τζατζίκι με το 0% γιαούρτι, τώρα θυμήθηκα ότι η γυναίκα μου δεν τρώει καυτερά αυτή την εβδομάδα.
Η γυναίκα μου, όπως και οι υπόλοιποι στο τραπέζι δεν με προλάβαιναν. Έπαιζα μόνος αλλά και μόνο που έριξα το μπαλάκι στην γυναίκα μου, το γκαρσόνι μπερδεύτηκε ακόμα πιο πολύ.
-Καλά, μην τα πολυλογούμε. Βαλ’τε δυο χοιρινές, ένα μπιφτέκι, τρεις πατάτες και μια χωριάτικη.
Τα είπα με καταιγιστικό ρυθμό ακριβώς για να τον βάλω σε αμυντική στάση. Ταυτόχρονα φαινόμουν και οργανωμένος. Σαν να ήξερα τι ήθελα. Το γκαρσόνι απέκτησε ελπίδα ότι θα τα κατάφερνε. Άφησα μεγάλο κενό σαν να είχα τελειώσει. Στο κεφάλι του τα σημείωνε και κάπου εδώ πρέπει να….
-Α, όχι, συγνώμη, ακυρώστε τη μια χοιρινή και το μπιφτέκι γεμιστό. Έχετε γεμιστό; Αλλά όχι αν έχει τομάτα, μας ενοχλεί η τομάτα.
Τον πήγα έτσι κάνα δεκάλεπτο. Από ευγένεια πριν πάμε είχα ρωτήσει την παρέα και δεν πεινούσε κανείς έτσι κι αλλιώς. Άλλη φορά νομίζω θα χρησιμοποιήσει μπλοκάκι ο τύπος. Ίσως ο λόγος που κανείς δεν πιστεύει πια στις κατάρες στην εποχή μας είναι επειδή τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν και πολύ χειρότερα.