“Γειά”.
Η γριά μόνο αυτό είπε, κάπως απότομα καθώς περνούσα τρέχοντας. Μεγάλη Δευτέρα μεν, αλλά ευκαιρία να βρω την φόρμα μου. Το σπίτι της είναι σε ανηφόρα και δεν πρόλαβα να βρω την ανάσα μου να της πω κι εγώ κάτι. Όταν έφτασα στο δάσος είδα μια καταπληκτική πεταλούδα και τα ξέχασα όλα.
“Γιατ”
Κάτι ήθελε να ρωτήσει σήμερα μάλλον. Μεγάλη Τετάρτη, δεν έφαγα καλά το μεσημέρι μάλλον, ψιλοπεινάω. Άργησα. Δύσκολα θα το βγάλω το πεντάρι χιλιόμετρα. Γκάζωσα λίγο μην ξεμείνω στο δάσος και πρόλαβα ένα θεαματικό ηλιοβασίλεμα. Καταρρεύσαν τα πόδια μου και το χάζευα ώρα. Μαγεία.
“Για τ’όνομα του Θεού!”
Α, αυτό ήθελε να πει τόσες μέρες. Σταμάτησα λαχανιασμένος.
“Για τ’όνομα του Θεού νεαρέ, είναι Μεγάλη Παρασκευή!”
Ε, και; Απαγορεύουν οι γραφές το τζόκινγκ;
“Τουλάχιστον φόρεσε μια μπλούζα.”
Έβαλα την μπλούζα. Περπάτησα ως την κορυφή του λόφου. Έβγαλα τη μπλούζα. Άρχισα να τρέχω. Η πεταλούδα και το ηλιοβασίλεμα δεν καταλαβαίνουν τι σχέση έχει το όνομα του Θεού με όλα αυτά.