Οι υλικές και συμβολικές σχέσεις των Γαρδικιωτών, αφενός με τη Θεσσαλία και αφετέρου με την Ήπειρο, ειδικότερα με τον ορεινό χώρο των Τζουμέρκων, συνδέονται αναμφίβολα με τη γεωγραφική θέση του Γαρδικίου. Σημειώνουμε πως το σημείο όπου βρίσκεται το χωριό αποτελεί ένα πολλαπλό όριο: καταρχήν όριο διοικητικό, αφού εδώ συνορεύουν τρεις νομοί (Τρικάλων, Άρτας και Ιωαννίνων) και δύο περιφέρειες (Θεσσαλίας και Ηπείρου). Είναι χαρακτηριστικό πως οι ίδιοι οι Γαρδικιώτες λένε αστειευόμενοι πως «το χωριό μας βρίσκεται στο τριεθνές». Ακολούθως, όριο εθνοτικό, αφού το Γαρδίκι είναι το νοτιότερο βλαχοχώρι της Πίνδου και, αν εξαιρέσουμε τα Αρβανιτοβλάχικα χωριά της Αιτωλοακαρνανίας, το νοτιότερο βλαχοχώρι της Ελλάδας.
Επιπλέον, αποτελεί ένα γεωφυσικό όριο, αφού εδώ τελειώνει η κεντρική οροσειρά της Νότιας Πίνδου και ξεκινά το ασβεστολιθικό έδαφος των Αθαμανικών Βουνών. Τέλος αποτελεί το σημείο στο οποίο συναντιούνται δύο ιστορικές υπο-περιοχές, ο Ασπροπόταμος και η Αθαμανία, αμφότερες στις οποίες εντάσσεται το Γαρδίκι.
Πάντως, τόσο ως όριο όσο και ως δίαυλος επικοινωνίας, η «τοπική γεωγραφία» μόνο υπό προϋποθέσεις μπορεί να ερμηνεύσει τις διαδικασίες κατασκευής και τις μορφές έκφρασης των πολιτισμικών ταυτοτήτων και των κοινωνικών πρακτικών στην περιοχή. Και αυτό γιατί πριν από όλα χρήζει η ίδια ερμηνείας[1]. Έτσι, αν μια διάστασή της αφορά στις «αντικειμενικές» συνέχειες
«πίσω απο την κακαρδιτσα» και ασυνέχειες που θέτει στο χώρο η γεωμορφολογία του εδάφους, οι υπόλοιπες συνδέονται με μια σειρά από ιστορικές διαδικασίες και κοινωνικές ή πολιτισμικές επιλογές. Σε ό,τι αφορά στο πρώτο επίπεδο, είναι γεγονός πως με βάση το ανάγλυφο των βουνών της περιοχής, οι Γαρδικιώ- τες είχαν ευκολότερη πρόσβαση προς τη Θεσσαλία παρά προς την Ήπειρο. Οι διαδοχικές κοιλάδες των παραποτάμων του Ασπροποτάμου και του Πηνειού σχηματίζουν σχετικά βάτους φυσικούς δρόμους μεταξύ Γαρδικίου και θεσσαλικής πεδιάδας, γεγονός που πιθανώς ερμηνεύει τον ιστορικό προσανατολισμό των Ασπροποταμιτών κτηνοτρόφων, μεταξύ τους των Γαρδικιωτών, προς τη Θεσσαλία και όχι προς τα πεδινά της Δυτικής Ελλάδας.
Είναι όμως μέσα από τη διαδοχική επιβολή διαφορετικού τύπου θεσμών που η ευρύτερη περιοχή του Ασπροποτάμου και το Γαρδίκι εντάσσονται οριστικά στον θεσσαλικό και όχι στον ηπειρωτικό χώρο. Αν η ένταξή τους κατά την οθωμανική περίοδο στο αρματολίκι του Ασπροποτάμου σφυρηλατεί κοινωνικά δίκτυα[2] που επιβιώνουν μέχρι σήμερα στην ιστορική μνήμη και σε μια συλλογική ταυτότητα κατά βάση «θεσσαλική», η διοικητική τους υπαγωγή στο νομό Τρικάλων μετά την ένταξη της περιοχής στο ελληνικό κράτος δίνει θεσμική υπόσταση σε αυτήν την αίσθηση θεσ- σαλικότητας των Γαρδικιωτών και των υπόλοιπων Ασπροποταμιτών.
[1] Για τις διαδικασίες κοινωνικής και πολιτισμικής παραγωγής του χώρου, βλ. Νιτσιάκος 2003,27-110.
[2] Για τις δια-κοινοτικε’ς και δια-εθνοτικε’ς σχέσεις στο πλαίσιο του αρματολικιοΰ του Ασπροποτάμου, βλ. Κασομούλης 1939,τ. Α’, 253-351· Spyros 1996, κεφάλαιο 2.
—————–
Οι σχέσεις των Γαρδικιωτών με τα χωριά των ηπειρωτικών Τζουμέρκων κατά το παρελθόν ήταν κυρίως «εμπορικές». Πιο συγκεκριμένα, οι Γαρδικιώτες αγωγιάτες χρησιμοποιούσαν τα συγκεκριμένα χωριά ως ενδιάμεσους σταθμούς του ταξιδιού προς την Άρτα, όπου πήγαιναν κάθε χρόνο στην αρχή του καλοκαιριού (για ένα ή δύο ταξίδια) για να φέρουν είδη μονοπωλίου (αλάτι, τραπουλόχαρτα, σπίρτα). Αν και σήμερα οι εμπορικές σχέσεις της ευρύτερης περιοχής του Γαρδικίου με τις περιοχές της Ηπείρου είναι σχεδόν ανύπαρκτες, μπορούμε να υποθέσουμε πως ήταν περισσότερο ανεπτυγμένες κατά το παρελθόν, ειδικά μεταξύ 1883 και 1913, λόγω των συνοριακών διευθετήσεων μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην περιοχή. Σημειώνουμε πως με βάση τη συνθήκη προσάρτησης της Θεσσαλίας και τμήματος της Ηπείρου στην Ελλάδα, ο Άραχθος αποτελεί το όριο μεταξύ των δύο κρατών. Στο πλαίσιο αυτό, η περιοχή της Άρτας και των ηπειρωτικών Τζουμέρκων αποκόβονται από την υπόλοιπη Ήπειρο και στρέφονται προσωρινά προς τη Θεσσαλία.
Ο λόγος των πληροφορητών γίνεται πιο λεπτομερής όταν αναφέρονται στις σχέσεις που αναπτύχθηκαν κατά το παρελθόν μεταξύ του Γαρδικίου και των κοντινών του ηπειρωτικών χωριών. Συγκεκριμένα με τα χωριά Πράμαντα, Ματσούκι, Καλαρρύτες και Συρράκο. Αυτό συνδέεται καταρχήν με το γεγονός πως η γειτνίαση με ορισμένα από αυτά τα χωριά (συγκεκριμένα τα Πράμαντα και το Ματσούκι) εγκαθιδρύει ένα ευρύτερο και μονιμότερο δίκτυο υλικών, αλλά όπως θα δούμε και συμβολικών, ανταλλαγών. Έτσι, η σχέση των Γαρδικιωτών με τους Πραμαντιώτες και τους Ματσουκιώτες θεμελιώνεται, εκτός των άλλων, στην αμοιβαία, τυπική ή άτυπη, χρήση θερινών βοσκοτόπων της μίας κοινότητας από τους κτηνοτρόφους της άλλης. Ωστόσο, οι σχέσεις των Γαρδικιωτών με τους Πραμαντιώτες θεμελιώνονται και στην επαγγελματική δραστηριότητα των πρώτων ως μαστόρων, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την εκ μέρους τους κατασκευή ενός αδιευκρίνιστου ακόμα αριθμού κατοικιών στο Γαρδίκι κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα. Από την άλλη, οι σχέσεις των Γαρδικιωτών με τους Ματσουκιώτες, όπως και με τους Καλαρρυτινούς, συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με τη γεωγραφία των κτηνοτροφικών μετακινήσεων.