Κάποτε το έλεγαν “Παγκράτι – Κολιάτσου”, το πιο δημοφιλές τρόλεϊ της Αθήνας και ίσως το πιο πολυπαιγμένο στις ελληνικές ταινίες μεταφορικό μέσο πλην του παλιού τραμ… Το 11, που αν και κίτρινο σε εκείνα τα εφηβικά του χρόνια έμεινε στην μνήμη μας ασπρόμαυρο σαν το σελιλόιντ του Φίνου.
Το “Παγκράτι–Κολιάτσου” το γνώρισα κι εγώ, μαθήτρια τότε, σε 50’ με πήγαινε από την αφετηρία στο τέρμα όπου με περίμενε ο πρώτος μου κρυφός έρωτας. Κυψέλη της δεκαετίας του ‘80 και της Αλλαγής, με τα κουτούκια και τα ρεμπετάδικα να κάνουν θραύση κι εγώ να τρέχω μεσημέρια κι απογεύματα πριν καλά-καλά ανοίξουν για να τον συναντήσω, και μετά βόλτα στη Φωκίωνος Νέγρη για καφέ ή παγωτό πριν με βάλει στο 11 της επιστροφής για ν’ανοίξει το δικό του ρεμπετάδικο… Κι υπήρχαν κάποια απογεύματα που ήμουν τυχερή, που έπιανε την κιθάρα του και μέσα στο κλειστό μαγαζί, καθόταν δίπλα μου και μου τραγουδούσε αυτά που αγαπάω μέχρι σήμερα, την Αριστοτέλους, το Όλα σε θυμίζουν, το Σπουδαίοι άνθρωποι αλλά και το Όλες του κόσμου οι Κυριακές.
Έτσι γνώρισα κι έτσι αγάπησα το 11, ήταν για μένα χρόνια ολόκληρα, ακόμη κι όταν πια δεν υπήρχε ο πρίγκιπας, η στολισμένη άμαξα που με πήγαινε ως εκείνον. Τις Κυριακές τα μεσημέρια μαζί μου ανέβαινε από τον Δεληολάνη ένα σμάρι από καλοντυμένες κυρίες που κατέβαιναν στο Άλσος ή στο Ζάππειο για καφέ, άλλες στην Πανεπιστημίου να προλάβουν τις απογευματινές – λαϊκές (παραστάσεις), κάποιες στην Πατησίων … Τις άκουγες και συνήθως ζούσες την γιορτή τους. Με όμορφα χρώματα και φώτα ήταν τυλιγμένες και οι βραδινές διαδρομές, με ζευγάρια καλοντυμένα που κρατούσαν κουτιά από το Αριστοκρατικόν ή καθημερινές με φοιτητές και σπουδαστές να ψιθυρίζουν ερωτόλογα, και η Κυψέλη φαινόταν στην επιστροφή τόσο κοντά στο Παγκράτι και μετά αυτός ο ποδαρόδρομος και το φτερούγισμα της καρδιάς μέχρι να φτάσω στο σπίτι.
Χρόνια αργότερα που οι έρωτες μου είχαν αυτοκίνητα, μηχανές και με αυτά αλώνιζα το λεκανοπέδιο, το 11 ανέβηκε μέχρι την πόρτα μου και τις απειροελάχιστες φορές που το χρειάστηκα δεν μου επέτρεψε να περπατήσω καθόλου. Και συνέχισε να εξαπλώνεται και να αλλάζει, κρατώντας πάντα το νούμερο 11 και λίγο – μέσα στη γεωμετρία του – από το παλιό του εκείνο χρώμα, το κίτρινο της γιορτής.Είχα πολλά χρόνια να μπω βράδυ κι έτυχε να συμβεί πρόσφατα. Επειδή μεγαλώνω και μου αρέσει να αναπολώ βρέθηκα σε μία στάση στο Παγκράτι και το περίμενα. Μπήκα σε ένα τρόλεϊ που μου θύμιζε κάποιο μετρό του εξωτερικού με ψυχρό φωτισμό από αυτούς που δεν σου κάνουν σκιές με γωνίες στο πρόσωπο αλλά σε δείχνουν εκρού και άκαμπτη σαν την Γιάννα, που δεν φωτίζουν τα faux των κυριών αλλά σε γερνούν επικίνδυνα. Μέσα σε αυτό το φως έψαχνα «κουστούμια», πρόσωπα και ιστορίες όπως έκανα άλλοτε, εις μάτην. Δεν βρήκα τίποτε που να μου θυμίζει το Όλες του κόσμου οι Κυριακές λάμπουν στο πρόσωπό σου. Το βλέμμα μου συνάντησε και προσπέρασε μία κοπελίτσα με το i-pod της, ένα ζευγάρι Κινέζων μικροπωλητών με την πραμάτεια τους, ανίχνευσε τα πρόσωπα από 2 (τέως;) πρεζόνια που ήταν τόσο βαθιά σκαμμένα Θεέ μου, και στάθηκε σε μία κυρία με μαζεμένο μαλλί και ένα φωτεινό κόκκινο παλτό. Ήταν η κυρία που περίμενα ότι επέστρεφε από το θέατρο ή από κάποιο τσάι με φίλες. Χαμογέλασα. Και τότε σηκώθηκε, και φάνηκε το κάτω μέρος του κόκκινου παλτό με τις λάσπες, μία λερωμένη πιζάμα με καρτούνς αντί για παντελόνι, και 2 παράταιρα τεράστια αθλητικά παπούτσια. Κατέβηκε φορτωμένη 2-3 σακούλες Σκλαβενίτης σε μέρα με κλειστά μαγαζιά.
Στην επόμενη στάση κατέβηκα και περπάτησα. Δεν θα με ένοιαζε αν αυτό το ζούσα σε οποιοδήποτε άλλο μέσο, σε οποιοδήποτε άλλο τρόλεϊ, όχι σε αυτό που έβγαζα σεργιάνι την έφηβη ερωτευμένη καρδιά μου. Περπάτησα, έβαλα τα χέρια μου στις τσέπες όπως τότε, σφύριξα (φάλτσα και αδέξια ρουφώντας παγωμένο αέρα) τα τραγούδια εκείνης της αγάπης κι αποφάσισα να συνεχίσω να μετακινούμαι με ταξί.