Η κοινωνία προβάλλει μια σειρά απαιτήσεις και έτσι επηρεάζει όλους τους κανόνες και τις μορφές της ζωής μας, καθώς και την ανάπτυξη του οργάνου της σκέψης μας. Οι πρώτες κοινωνικές σχέσεις θεμελιώνονται κιόλας στον χωρισμό των ανθρώπων σε δύο γένη. Γι’ αυτό τον λόγο μόνο η κοινωνία και όχι η απομόνωση είναι σε θέση να ικανοποιήσει την ορμή του ατόμου για ζωή, και να του προσφέρει την εξασφάλιση και τη χαρά της ζωής. Μελετώντας την αργή ανάπτυξη του παιδιού, φτάσαμε στο συμπέρασμα ότι η ανάπτυξη της ανθρώπινης ζωής είναι νοητή μόνο κάτω από την προϋπόθεση ύπαρξης μιας κοινότητας που θα την προστατεύει. Πέρα απ’ αυτό, οι συνθήκες της ζωής έφεραν σα συνέπεια τον καταμερισμό της εργασίας, ο οποίος δεν οδήγησε στη διάσταση, αλλά στη συνένωση των ανθρώπων. Ο καθένας είχε καθήκον να δουλεύει για χάρη του άλλου, έπρεπε να αισθάνεται δεμένος με τον άλλο. Πάνω σ’ αυτή τη βάση δημιουργήθηκαν οι μεγάλες αλληλοεξαρτήσεις που παρουσιάζονται στη ζωή του ανθρώπου σαν ηθικές επιταγές. Μερικές από αυτές τις σχέσεις που το παιδί τις βρίσκει έτοιμες όταν έρχεται στον κόσμο, θα τις εξετάσουμε αμέσως παρακάτω.
1. Η κατάσταση του βρέφους
Το παιδί που τόσο χρειάζεται τη βοήθεια της κοινωνίας, βρίσκεται αντιμέτωπο μ’ ένα περιβάλλον που παίρνει και δίνει, απαιτεί και ικανοποιεί. Βρίσκεται, με τα ένστικτά του, απέναντι σε δυσκολίες που δεν είναι εύκολο να τις υπερνικήσει. Γρήγορα γνωρίζει την ανάγκη, η οποία προέρχεται από την παιδικότητά του και από την ανάγκη αυτή πλάθει ένα ψυχικό όργανο, το οποίο προορίζεται να προβλέπει και να ανακαλύπτει την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει, για να ικανοποιήσει τις ορμές του χωρίς εμπόδια, την κατεύθυνση που θα του επιτρέψει να έχει μια ζωή υποφερτή. Παρατηρεί συνεχώς ότι υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι είναι σε θέση να ικανοποιούν πιο εύκολα τις επιθυμίες τους, δηλαδή που είναι ανώτεροι σε κάτι. Έτσι μαθαίνει να εκτιμά το σωματικό μέγεθος που βοηθά κάποιον ν’ ανοίγει τις πόρτες, τη δύναμη που έχουν οι άλλοι να ξεπερνούν τα εμπόδια και τη θέση τους που τους επιτρέπει να δίνουν διαταγές και να απαιτούν την εκτέλεσή τους. Μέσα στην ψυχή του γεννιέται η επιθυμία να μεγαλώσει γρήγορα, να γίνει ίσο και δυνατότερο από τους άλλους, να ξεπεράσει όλους αυτούς που συγκεντρώνονται γύρω του σα να έχουν να κάνουν με ένα κατώτερο πλάσμα, το οποίο όμως τους υποχρεώνει να υποκλιθούν μπροστά στην αδυναμία του. Με το αίσθημα αυτό του δημιουργούνται δύο δυνατότητες συμπεριφοράς: από τη μια να επιβληθεί, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που αναγνωρίζει ότι είναι για τους άλλους μέσα επιβολής, και από την άλλη να προβάλει την αδυναμία του έτσι που οι άλλοι να αισθανθούν ότι έχουν υποχρέωση απέναντί του. Πάντα βρίσκουμε στα παιδιά αυτό τον διχασμό των ψυχικών κινήσεων. Από το σημείο αυτό αρχίζει η διαμόρφωση των ανθρώπινων τύπων. Και ενώ στην πρώτη περίπτωση αναπτύσσονται στην κατεύθυνση της απαίτησης για αναγνώριση, για επιβεβαίωση της δύναμης και της δυναμικής δράσης, βλέπουμε στη δεύτερη κάτι που μοιάζει με εκμετάλλευση της ίδιας τους της αδυναμίας, μια προβολή της αδυναμίας τους με τους πιο ποικίλους τρόπους. Αν θυμηθούμε τη στάση, την έκφραση και το βλέμμα ορισμένων παιδιών, θα βρούμε ότι πάντα ανάμεσα σ’ αυτά υπάρχουν παιδιά που ανήκουν στη μια ή την άλλη κατηγορία. Όλοι αυτοί οι τύποι παίρνουν ένα νόημα, αν καταλάβουμε τη σχέση τους με το περιβάλλον. Τις πιο πολλές φορές θα καταλάβουμε τις κινήσεις τους από το περιβάλλον, από τον κόσμο που τους τριγυρίζει.
Σ’ αυτές τις απλές συνθήκες, σ’ αυτή την προσπάθεια του παιδιού να ξεπεράσει την αδυναμία του που του δίνει την ώθηση για την ανάπτυξη μιας σειράς από ικανότητες, στηρίζεται η δυνατότητα της μόρφωσής του.
Οι καταστάσεις των παιδιών διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Σε μια περίπτωση το περιβάλλον είναι τέτοιο που μεταδίνει στο παιδί εχθρικές εντυπώσεις, εντυπώσεις που του παρουσιάζουν τον
κόσμο εχθρικό απέναντί του. Αυτή η εντύπωση εξηγείται από την ανεπάρκεια του οργάνου της σκέψης του παιδιού. Αν σ’ αυτή την περίπτωση δεν παρέμβει η αγωγή, τότε η ψυχή του παιδιού θα αναπτυχθεί με τέτοιο τρόπο που πάντα θα βλέπει τον εξωτερικό κόσμο αποκλειστικά σα χώρο εχθρικό. Αυτό το αίσθημα της εχθρότητας μεγαλώνει μόλις το παιδί συναντήσει μεγαλύτερες δυσκολίες, όπως γίνεται συνήθως στα παιδιά που έχουν ελαττωματικά όργανα. Αυτά τα παιδιά θα αντιμετωπίσουν το περιβάλλον διαφορετικά από εκείνα που ήρθαν στον κόσμο με σχετικά άρτια όργανα. Η κατωτερότητα των οργάνων εκδηλώνεται σα δυσκολία στην κίνηση, σε σφάλματα ορισμένων οργάνων, στην περιορισμένη ανθεκτικότητα του οργανισμού, όπως εκφράζεται αυτή με τις συχνές αρρώστιες.
Η πηγή των δυσκολιών όμως δε βρίσκεται πάντα στην ατέλεια του παιδικού οργανισμού. Συχνά βρίσκεται στη δυσκολία των καθηκόντων που επιβάλλονται στο παιδί από ένα περιβάλλον που δεν έχει κατανόηση ή στον ανάρμοστο τρόπο με τον οποίο επιβάλλονται τα καθήκοντα αυτά. Με λίγα λόγια, στην ελαττωματικότητα του περιβάλλοντος του παιδιού που προέρχεται από τις επιβαρύνσεις του εξωτερικού κόσμου. Το παιδί λοιπόν που θέλει να προσαρμοστεί στο περιβάλλον βρίσκεται μπροστά σε εμπόδια που δυσκολεύουν την προσαρμογή. Αυτή είναι π.χ. η περίπτωση που το παιδί μεγαλώνει ανάμεσα σ’ έναν κόσμο που κι ο ίδιος έχει χάσει το θάρρος του, κατέχεται από απαισιοδοξία, η οποία εύκολα μεταδίνεται και στο παιδί.
Απόσπασμα από το βιβλίο “ανθρωπογνωσία” του Alfred Adler – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Σταύρου Καμπουρίδη ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΛΙΑ ΜΑΝΙΑΤΕΑ – ΑΘΗΝΑ