Έχεις πάρει την απόφαση της ζωής σου της μεσήλικης, έχεις παραιτηθεί από δουλειά, έχεις προσπαθήσει να οραματιστείς την καθημερινότητά σου μιλώντας άλλη γλώσσα και χωρίς τους φίλους σου.
Και δώστου και σβήνεις πράγματα από τη μεγάλη λίστα που έχεις φτιάξει, κινητά, λογαριασμούς, πληρεξούσια και όλα τα συναφή. Και μέσα σε όλο αυτόν τον πανικό πλησιάζει η ώρα που θα έρθει η μεταφορική για να πακετάρει τα πράγματά σου. Λίγο πριν σε πάρει ο ύπνος μετράς νοητά και υπολογίζεις πόσα πανοφώρια έχεις, αν είναι απαραίτητα εκεί που πας, αν θα εξακολουθείς να φοράς ψηλοτάκουνα και αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να πας στην Αμερική και να μην έχεις στις αποσκευές σου έστω ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια…
Και αφού αποφασίζεις ότι καινούργια αρχή ισούται με τα λίγα και απαραίτητα και αισθάνεσαι κάπως καλύτερα, έρχεται η σκέψη- μέλισσα που εγείρει το ερώτημα των ερωτημάτων: καλά τα ρούχα, τα αφήνεις πίσω σου, αλλά τί γίνεται με τα ενθύμια, τα γράμματα, τις κάρτες;
Τινάζεσαι απότομα και ξεσκεπάζεσαι. Τρέχεις στη ντουλάπα που μέσα της έχεις θάψει όλους τους κρυμμένους σου θησαυρούς. Τους μάζευες όλα αυτά τα χρόνια στην αρχή ψυχαναγκαστικά, γιατί ‘το πακέτο εκείνο Marlboro το είχες αγοράσει όταν είχες δει τον Κώστα ξαφνικά μπροστά σου στο Wild Rose’, οπότε είχε γίνει το πακέτο ορόσημο ένα πράμα, αλλά μετά πιο ώριμα και χαλαρά, γιατί κάτι σου άρεσε στα αλήθεια ως αντικείμενο, ένα κουτί σπίρτα από το Μουσείο Thyssen στη Μαδρίτη, η κάρτα για τα 22α γενέθλιά σου ζωγραφισμένη από την κολλητή σου με τη λεπτομέρεια στο φρύδι να σκοτώνει και πάει λέγοντας.
Ανοίγεις το πρώτο μεγάλο πάνικο κουτί, τίγκα στη σκόνη και τι να δεις. Κόσμος παρελαύνει, πάντα χαμογελαστός και νέος. Κρατώντας ένα ποτήρι συνήθως στο χέρι ή ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο, κορίτσια με όμορφα χαμόγελα και κόκκινα χείλη (κάπου είσαι και εσύ εκεί μέσα), αγόρια με κυματιστά μαλλιά, φιλήδονα δάχτυλα, παρέες στην παραλία αραχτές κάτω από πολύχρωμα παρεό, κολλητοί μέσα στο αγγλικό μετρό, φορώντας καπέλα, αυτοσαρκαζόμενοι, χαρούμενοι, όλοι (γνωστοί και άγνωστοι γιατί, ω ναι!, υπάρχουνε και κάποιοι στις φωτογραφίες που δεν αναγνωρίζεις αλλά κάποιος άλλος ήξερε ή κάποιος γνωστός γνωστού είχε φέρει μαζί του σ’ εκείνο το πάρτυ) αφήνουνε το διαχρονικό τους αποτύπωμα στην αλυσίδα του χρόνου.
Ανοίγεις το δεύτερο πάνικο κουτί, εξίσου σκονισμένο, σου ‘ρχεται στο μυαλό η δασκάλα των αγγλικών σου όταν σου περιέγραφε τη σημασία της λέξης paraphernalia.
Τι να πρωτοδείς και να αναγνωρίσεις… χαρτοπετσέτες από καφενεία Ευρωπαϊκά, κονκάρδες διαφημιστικές, προγράμματα κινηματογράφων, εισιτήρια από συναυλίες (τα περισσότερα όχι σωστά κομμένα, τσαλακωμένα, καμένα, πολύ μεγάλα σε φάρδος και χωρίς το 210 για την Αθήνα στα τηλέφωνα των εκδοτηρίων), διαφημιστικοί αναπτήρες, προσκλητήρια γάμων από τους πρώτους τολμηρούς της παρέας, χαζές προσκλήσεις σε βαφτίσια (κάπου εκεί και του δικού σου παιδιού), κορδόνια μάλλινα, κοσμήματα που έχεις αποπειραθεί να μετατρέψεις σε κάτι άλλο και πάει λέγοντας. Όλα είναι εκεί, σε ευχαριστούνε που πήρανε λίγο αέρα και ξεμουδιάζουνε καθώς κουνιούνται για λίγο δεξιά κι αριστερά μέσα στο γεμάτο κουτί.
Αλήθεια, τί γεμάτο κουτί! Σαν τη ζωή σου…
Χαμογελάς υπνωτισμένη, πας να σηκωθείς από το πάτωμα, τα πόδια έχουνε μουδιάσει. Τι θα γίνουνε αυτά τα δύο πάνικα κουτιά, τα άλλα χάρτινα και οι σακούλες που υπάρχουνε εκεί γύρω στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη;
‘Πακετάρονται μωρέ οι αναμνήσεις;’, απαντάς με περιφρόνηση στον ίδιο σου τον εαυτό. Τις κουβαλάμε πάντα στην ακόμα νεανική καρδιά μας και τις φυλάμε σαν φακό θυέλλης που στα μεγάλα σκοτάδια μάς δείχνει το δρόμο για το επόμενο στάδιο της ζωής μας.
Οι αναμνήσεις είναι το προσωπικό μας view master, τις παίζουμε στον κινηματογράφο του μυαλού μας όποτε γουστάρουμε γιατί έχουμε σωσμένο όλο το υλικό στο σωστό σημείο του σκληρού μας δίσκου…