— Ένα παραμύθι!
— Μπαμπά! Έλααα, ένα παραμύθι!
Α πα πα νάζια! Να σου πω δεν πιάνουν τέτοια μούτρα σε μένα Δεσποινίς.
— Όταν το κάνει η μαμά…
Σα πολύ τσαχπίνες δεν είστε απόψε; Άκου εκεί… όταν το κάνει η μαμά.
— Ένα παραμύθι!
— Ένα παραμύθι για την μαμά! Και να έχει και κάστρο!
— Και μια μάγισσα!
— Όχι μάγισσα! Όχι μάγισσα!
— Και να είναι καλοκαίρι!
Κοίτα εδώ ρε! Χαρά! Χέρια ψηλά η μια με το που πει η άλλη την λέξη καλοκαίρι (ψευδά με δυο ‘λ’ και χωρίς ‘ρ’). Στάνταρ παιδιά μου είναι αυτά ‘δω. Όπου καλοκαίρι και χαρά. Και μάγισσα θέλει η άλλη, άκου εκεί; Σκυλού θα γίνει κι αυτή Θεέ μου σα την μάνα της… Να θυμηθώ να τους βάλω Στόουνς απ’ τα 13 τους…
Παραμύθι για την μαμά και να έχει κάστρο και μια μάγισσα και να είναι καλοκαίρι… Λοιπόν:
Σας έχω πει ποτέ πως γνώρισα την μαμά;
Μια φορά και έναν καιρό ο μπαμπάς είχε σκούρα μαλλιά και σκούρα-σκούρα γένια, όχι τώρα όπως είναι έτσι γκρι! Τι; Τι είπες μωρό μου; “Η μαμά λέει πως οι γκρι είναι γοητεία”; Χα χα! Αυτά σας λέει για μένα μωρέ ζιζάνια; Αχ Θεοί… Την μαμά λοιπόν! Την μαμά την γνώρισα το καλοκαίρι, σε έναν χορό…σε ένα κάστρο: ένα πολύ μεγάλο κάστρο κάτω από την θάλασσα. Εγώ είχα κατεβεί που λέτε πλάτς πλούτς με την βαρεία χοντρή στολή του δύτη που αγόρασα από έναν σφουγγαρά στην Κάλυμνο. Πήρα την μπουκάλα με τον αέρα που χρειαζόμουν για να κάτσω μέχρι αργά το βράδυ στο χορό στο κάστρο στον βυθό της θάλασσας και βούτηξα! Σπλάτς!
Η μαμά σας, όπως φυσικά σας έχω πει, είναι γοργόνα. Την είδα να κολυμπά με κάτι ιππόκαμπους και να χορεύει παρέα με τα πολύχρωμα ψαράκια. Τα μαλλιά της εκείνο το βράδυ ήταν κοντά όχι έτσι μακριά και σε πλεξούδα όπως είναι τώρα. Και όπως ήμουν εκεί κάτω από την βαριά στολή μου, φούσκες και φουσκάλες να φεύγουν από πάνω μου, τσουπ! Είδα την μαμά.
Και όταν την είδαν τα μάτια μου κράτησα την αναπνοή μου μωρά μου και όλοι γύρω μου στο χορό άρχισαν να χορεύουν πολύυυυυυ αργάααααα και όλα ήταν σιωπηλά-σιωπηλά και μέσα από βαθιά στην καρδιά μου ξέφυγε ένα δυνατό… ντούπ ντούπ!
Και η μαμά σας το άκουσε.
Έπρεπε ξαφνικά να φύγω γιατί μου τελείωνε το οξυγόνο… ο αέρας μου μάτια μου. Άρχισα σιγά σιγά να ανεβαίνω, μα μου έπαιρνε πάρα μα πάρα πολύ ώρα. Βλέπετε η στολή του δύτη από την Κάλυμνο ήταν πολύ πολύ βαριά. Και εκεί που μου τελείωνε η ανάσα και κινδύνευα να πνιγώ…ξαφνικά… από το πουθενά!
Ήρθε η μαμά σας να με σώσει.
Από τότε ερωτεύτηκαμε πολύ. Βρισκόμασταν κάθε Δευτέρα και Πέμπτη το απόγευμα στις έξι και μισή ακριβώς για τσάι και για καφέ. Κάποιες φορές της έφερνα λουλούδια από τον κήπο μου, και αυτή τα κρατούσε σε ένα βιβλίο της εκεί κάτω κρυμμένα. Γιατί η μαμά σας αγαπούσε τα βιβλία της. Επειδή ήτανε γοργόνα είχε μια βιβλιοθήκη κορίτσια με βιβλία από όοολο τον κόσμο, μια τεράστια βιβλιοθήκη με περιπέτειες, με μάγους, με δράκους, με αστυνομικούς, και πριγκιποπούλες. Κάποιες στιγμές μου τα έφερνε και εμένα. Θα σου αρέσει αυτή η ιστορία, μου έλεγε. Ξέρω ότι θα σ’ αρέσει γιατί αρέσει και σε μένα. Και ξέρετε τι;
Είχε δίκιο!
Αγαπούσα κάθε βιβλίο που μου χάριζε. Και όταν μου χάριζε ένα βιβλίο μου έγραφε κάθε φορά και μια αφιέρωση. Τι έγραφε; Μου έλεγε κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο το πόσο πολύ με αγαπά. Κάθε φορά διαφορετικά. Και επειδή της άρεσε τόσο να διαβάζει άρχισα και εγώ να της γράφω… Κάποτε έβαζα την στολή μου, έπαιρνα έναν μαρκαδόρο και έγραφα στους τοίχους έξω από το κάστρο ώστε σε μια βόλτα της να το δει. Άλλοτε κολλούσα κρυμμένα χαρτάκια στην πόλη που μιλούσαν για έρωτα και αγάπη. Μια μέρα της είχα γράψει και ένα γράμμα! Και το έστειλα κρυφά στο κάστρο γιατί απαγορευόταν εγώ, από την γη επάνω, να της γράψω γράμμα. Πως το έστειλα; Ε, πήγα στα ΕΛΤΑ. Στο ταχυδρομείο μωρό μου, στο ταχυδρομείο. Και το βρήκε λοιπόν η μάνα σας, πριν από όλους εκεί στο κάστρο, και στην αρχή χάρηκε και μετά τρόμαξε, και αν κάποιος το είχε δει με ρωτούσε; Πω πω πως μου θύμωσε! Γιατί θύμωσε; Γιατί φοβόταν μωρό μου. Φοβόταν μην το βρούνε πριν απ’ αυτήν και μου κάνουνε κακό. Η μαμά σας, από την πρώτη στιγμή εκείνη που με έσωσε, πάντα φοβόταν ότι θα πάθω κακό και με πρόσεχε σα τα μάτια της.
Να προσέχεις, μου έλεγε κάθε βράδυ για καληνύχτα, και ξέρεις κάτι μάτια μου; Αυτό ήταν το πιο γλυκό “σ’ αγαπώ” που είχα ακούσει.
Της έγραφα ιστορίες κάθε μέρα και τα πετούσα στη θάλασσα, μέσα σε ένα μπουκάλι γυάλινο, τα βράδια όταν όλη η Αθήνα, όλοι στο κάστρο, κοιμόντουσαν. Αλλά ένα βράδυ με πολύ βροχή και πολύ συννεφιά και πολύ σκοτάδι έγραψα μια στέναχωρημένη ιστορία. Γιατί; Γιατί… Γιατί η θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη και μαύρη για μέρες, βδομάδες, μήνες, είχε καταιγίδες συνέχεια και όταν είχε καταιγίδες η μαμά σας πήγαινε πάντα βαθιά στον βυθό, μακριά από τις αστραπές και τις βροντές, και κλειδωνόταν στο δωμάτιο της και διάβαζε βιβλία για να ξεχαστεί. Οπότε ήμουν στέναχωρημένος γιατί μου έλειπε η μαμά. Και πέταξα το μπουκάλι μου με την στέναχωρημένη ιστορία μου στην φουρτουνιασμένη, μαύρη, άγρια θάλασσα. Και… την βρήκε και την διάβασε η μαμά σας. Και την πόνεσε πολύ. Στέναχωρήθηκε πάρα πολύ. Νόμιζε ότι δεν την αγαπώ πια.
Όταν ηρέμησαν οι καταιγίδες, ξεκίνησα να πηγαίνω ξανά κάθε Δευτέρα και Πέμπτη το απόγευμα στις έξι και μισή ακριβώς στην παραλία που πίναμε μαζί τσάι και καφέ, αλλά η μαμά σας δεν ήτανε εκεί. Πέρασαν πολλές Δευτέρες και πολλές Πέμπτες και δεν έβρισκα την μαμά σας πουθενά. Βουτούσα στην θάλασσα, έγραφα στον τοίχο του κάστρου, κολλούσα παντού χαρτάκια, τίποτα. Πουθενά!
Τότε πεισμάτωσα μωρά μου… έγινε σκληρό το κεφάλι μου, φυσούσα παφ πουφ από την μύτη, και έβγαζα καπνούς και ξαφνικά κοίταξα με έκπληξη την θάλασσα και είδα ότι είχα γίνει ταύρος! Ολόκληρος ταύρος μεγάλος και χοντρός με άσπρα κέρατα και κόκκινα μάτια και μια μύτη με ένα τεράστιο χρυσό σκουλαρίκι στην μέση. Με είχε δει μια μάγισσα βλέπετε έτσι που φυσούσα και ξεφυσούσα και μου λέει “Έτσι είσαι; Ε, έτσι θα είσαι!” και τσαφ μεταμορφώθηκα. Έτρεχα πάνω κάτω στην παραλία, φώναζα, έβγαζα ήχους αλλά δεν μπρούσα να μιλήσω. Κλοτσούσα θυμωμένα τον αέρα λες και μπορούσα να του κάμω κάτι. Και έπεσα σπλάτς μέσα στην θάλασσα βαθιά μα οι ταύροι δεν είναι καλοί κολυμβητές! Και άρχισα να βυθίζομαι πιο βαθιά, και πιο βαθιά στην θάλασσα. Σκοτείνιαζαν όλα και…και…και εκεί βαθιά από κάτω είδα ένα φως, είδα ένα αστέρι να μου έρχεται από μακριά. Είδα να ‘ρχεται η μαμά. Με έπιασε από την ουρά…ναι είχα και ουρά, άσε, χάλια σου λέω. Και με έπιασε από την ουρά και με έβγαλε ξανά στην στεριά….
Χάιδευε το χρυσό στρογγυλό σκουλαρίκι μου και με κοιτούσε βαθιά στα κόκκινα μου μάτια. Ξεφυσούσα, τι άλλο να κάνω δε μπορούσα να μιλήσω. Έβαλα το κεφάλι μου κοντά στο νερό. Ήξερα ότι με ένα φιλί της μάνας σας θα λυνόντουσαν τα μάγια και θα γινόμουν ξανά άνθρωπος. Μου χάιδευε την μυτούλα και μου σιγοτραγουδούσε. Μου ψιθύρισε… φοβάμαι πως ακόμα σ’ αγαπώ. Και μου έδωσε το πιο γλυκό φιλί τσαπ επάνω στην μυτούλα. Έσκασαν ξαφνικά κάτι πολύχρωμα πυροτεχνήματα και ακούστηκε ένα μπαζάφ! Και ξαφνικά δεν ήμουν ταύρος αλλά και η μαμά δεν ήταν πια γοργόνα! Σταθήκαμε και οι δυο στα πόδια μας. Και εκείνη την στιγμή την πήρα από το χέρι και της ζήτησα να με παντρευτεί και…και ζήσαμε μαζί καλά… και μαζί καλύτερα…
Τέζα. Ύπνος. Πάλι καλά, κοράκιασα τόση ώρα και έχει και καλή ταινία το Στάρ και ωχ με άκουσε η μία. Σκατά.
— Μπαμπά; Εσύ ακόμα αγαπάς την μαμά;
Κάθε μέρα την αγαπώ πιο πολύ μάτια μου. Καληνύχτα.
Και κλείνω το φως και κλείνω την πόρτα και κάθομαι στο γραφείο μου για να γράψω και έρχεσαι εσύ με ένα πιάτο φαγητό και με παίρνεις σφιχτά αγκαλιά από πίσω και γελάς και λες:
— Φάε κάτι μικρέ μεγάλε παραμυθά. Μόνο εγώ θα παίρνω κιλά σ’ αυτή την οικογένια;
Και γυρνάω την καρέκλα και με το πόδι μου τσουπ σου ρίχνω τρικλοποδιά και σε πιάνω πριν πέσεις, όπως σε έπιασα τότε πριν πέσεις, και σου χαμογελάω πίσω από γκρίζα γένια που ρουφιάνεψαν οι κόρες σου ότι βρίσκεις γοητευτικά.
— Είσαι μεγάλη καύλα.
— Ιιιιιιιιι! Σάτυρε! Με αυτό το στόμα φιλάς τις κόρες μου;
— Μιλφάρα.
— Γιώργο!
— Κουγκάρα.
— Κουγκάρα ακούω. Μάντεψε ποίος δεν πρόκειται να γαμήσει απόψε.
Γελάμε. Μου χαϊδεύεις τις ρυτίδες ανάμεσα απ’ τα μάτια, μου χαϊδεύεις την μυτούλα, μου χαϊδεύεις το σκουλαρίκι στ’ αυτί και σιγοτραγουδάς. Και εγώ, σου λέω ότι:
— Φοβάμαι πως ακόμα σ’ αγαπώ.
— Ακόμα; με ρωτάς. Με κοιτάς στα καφετί μου μάτια. Μετά από τόσο καιρό; Μετά από τόσα;
Κάθε μέρα πιο πολύ μάτια μου.
Καληνύχτα.