Αγάπη και σχέσεις. Δύο σταθερά επαναλαμβανόμενα θέματα στη ζωή μας, που διαρκώς τα συναντάμε με ένα ερωτηματικό στο τέλος τους.
Τι είναι αγάπη και τι έρωτας; Πόσο διαρκούν; Υπάρχει πραγματική αγάπη; Αν ναι, πώς ορίζεται τελικά αυτή; Θα την βρω ποτέ; Μπορεί να με αγαπήσει κανείς για αυτό που είμαι; Και τέλος πάντων, γιατί χρειάζομαι την αγάπη;
Πολλά τα ερωτήματα, συχνά γεμίζουν κενές σελίδες βιβλίων αυτοβοήθειας, ιστοσελίδων και περιοδικών. Σπανίως όμως οι απαντήσεις, όπου αυτές δίνονται και με την μορφή με την οποία δίνονται, είναι ειλικρινείς και ακόμα πιο σπάνια μας καλύπτουν. Παράλληλα, άλλες σελίδες, άλλων βιβλίων και περιοδικών γεμίζουν με παροτρύνσεις και συμβουλές που προάγουν την ελευθερία, την ατομική ευτυχία, την ανεξαρτησία και την αυτονομία μας, την πληθώρα εμπειριών και την ταχύτητα.
Παραδοξότητες. Η εποχή που ζούμε είναι καταναλωτική και ατομικιστική. Από μικρά παιδιά μαθαίνουμε να καταναλώνουμε εμπειρίες και συναισθήματα, όπως καταναλώνουμε αγαθά και υπηρεσίες. Απόκτησέ το, χρησιμοποίησέ το, πέτα το και προχώρα στο επόμενο. Δεν είναι δυνατόν να μένεις με το ίδιο αγαθό για χρόνια και να προσπαθείς να το συντηρείς και να το επιδιορθώνεις, ώστε να μένει σε καλή κατάσταση. Αν χαλάσει το πετάς και παίρνεις καινούργιο. Η καταναλωτική κοινωνία όμως, για να συντηρηθεί χρειάζεται «κατάλληλους» ανθρώπους: ανθρώπους που θα καταναλώνουν διαρκώς, πάνω-κάτω με τα ίδια γούστα, που θα επηρεάζονται εύκολα, αλλά ταυτόχρονα θα νιώθουν ανεξάρτητοι, ελεύθεροι να επιλέξουν, χωρίς δεσμεύσεις ή υποχρεώσεις. Το πρόταγμα είναι απόλαυση και ευχαρίστηση με κάθε κόστος, εξυπηρέτηση του ατομικού συμφέροντος, προσωπική επιτυχία, πληθώρα εμπειριών ταχύτατα εναλλασσόμενων, ώστε να τις προλάβουμε όλες. Γρήγορα, να προλάβουμε να τα δοκιμάσουμε όλα και όλους. Μεγαλώνουμε σε έναν κόσμο που μας μαθαίνει πως το οτιδήποτε, πνευματικό, υλικό ή συναισθηματικό, αποτελεί αντικείμενο ανταλλαγής και κατανάλωσης. Σου δίνω (χρήματα, χρόνο, προσοχή, προσπάθεια) για να μου δώσεις (αγαθά, υπηρεσίες, γνώση, συναισθήματα). Αν δεν δώσεις, δεν θα σου δώσω. Πώς να ξεφύγει η αγάπη και οι σχέσεις από αυτό το μοτίβο;
Αγαπάμε λοιπόν όπως καταναλώνουμε. Γρήγορα, επιφανειακά και εναλλασσόμενα, σε ένα διαρκές κυνήγι μίας πληθώρας εμπειριών και με μία γενικότερη προσδοκία ανταλλαγής. Κάνουμε σχέσεις για να περάσουμε καλά το καλοκαίρι μας, ένα Σαββατοκύριακο, για να έχουμε ένα κοινωνικό ή οικονομικό στήριγμα, για να τονώσουμε ή να συντηρήσουμε την εικόνα μας στους άλλους, ακόμα και για να εξυπηρετήσουμε προσωπικούς σκοπούς. Αγαπάμε επειδή έχουμε ανάγκη τον άλλον για να απαλύνει τον φόβο της μοναξιάς και της εγκατάλειψης.
Το πρόβλημα είναι πως αυτό δεν είναι αγάπη. Είναι ανάγκη κάλυψης εσωτερικών ανασφαλειών και είναι εξάρτηση. Όπως νιώθουμε πως έχουμε ανάγκη το τελευταίο μοντέλο smart phone που κυκλοφόρησε στην αγορά ή τα παπούτσια που εκτίθενται στη βιτρίνα ενός επώνυμου καταστήματος, έτσι νιώθουμε πως έχουμε ανάγκη τον άλλον για να καλύψει τα εσωτερικά κενά μας, να πάρει μακριά τον φόβο της μοναξιάς, να μας κάνει να νιώσουμε θετικά για τον εαυτό μας. Ο Άλλος, ως ένα ακόμα «γκάτζετ» τελευταίας τεχνολογίας, θα μας γεμίσει χαρά, ικανοποίηση, ενθουσιασμό. Θα δώσει μία ομορφιά στη ζωή μας. Και φυσικά θα τον κρατήσουμε όσο κρατάει αυτή η απόλαυση. Όταν πάψει να μας ενθουσιάζει, όταν συνηθίσουμε την ύπαρξή του πλάι μας, όταν διαπιστώσουμε ότι κάτι «μας χαλάει», όταν τον δούμε κουρασμένο ή χωρίς διάθεση, θα νιώσουμε πως έχει έρθει το τέλος. Και από εκεί, θα αρχίσουμε εκ νέου την αναζήτησή μας. «Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ουσιαστικά σχέσεις αλλοτριωμένων αυτομάτων, που το καθένα βασίζει την ασφάλειά του στο να παραμείνει κοντά στο κοπάδι και να μη διαφέρει στη σκέψη, στα αισθήματα ή στην πράξη από τους άλλους», γράφει ο Έριχ Φρομ, τονίζοντας πως τελικά, όσο περισσότερο προσπαθούμε να μείνουμε κοντά στους άλλους, τόσο περισσότερο παραμένουμε ολοκληρωτικά μόνοι και ανασφαλείς.
Κάπως έτσι, οι πολλαπλές εμπειρίες από σχέσεις, το ελεύθερο και ανέμελο σεξ, η αβίαστη και χωρίς δεσμεύσεις ηδονή, που τόσο προβάλλονται ως αντισυμβατικές και συμβολικές μιας προσωπικής ανεξαρτησίας και ελευθερίας, μακριά από το κατεστημένο των μόνιμων και μακροχρόνιων σχέσεων, του γάμου και των παιδιών, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία άμυνα απέναντι στον βαθύτερο φόβο μας να συνδεθούμε ουσιαστικά με έναν άλλον άνθρωπο. Είναι η απόλυτα συμβατική απάντηση μίας ανώριμης προσωπικότητας.
Ο Έριχ Φρομ, στο βιβλίο του «Η Τέχνη της Αγάπης» λέει το πολύ σωστό, εξαντλητικά απλό και ταυτόχρονα αδιανόητα δύσκολο: “Η ανώριμη αγάπη λέει «σ’ αγαπώ επειδή σε χρειάζομαι». Η ώριμη αγάπη λέει «σε χρειάζομαι επειδή σ’ αγαπώ»”. Το μικρό παιδί αγαπάει την μητέρα του επειδή αυτή του καλύπτει τις ανάγκες επιβίωσής του. Η τροφή, η αγάπη και η φροντίδα που του δείχνει, είναι αναγκαία συστατικά για την υγιή του ανάπτυξη, πράγμα που το παιδί αντιλαμβάνεται και απαντάει με αισθήματα αγάπης. Δεν παύει όμως να είναι εξαρτημένο από την αγάπη των άλλων, οι οποίοι υπάρχουν για να ικανοποιούν τις δικές του ανάγκες επιβίωσης. Η ολοκληρωμένη προσωπικότητα, αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε «ώριμος άνθρωπος» αγαπάει, ως στάση ζωής και ως προσανατολισμό, όχι συγκεκριμένα αντικείμενα αγάπης. Πρωτίστως δε, αγαπάει τον εαυτό του. Όχι με την εγωιστική μορφή της αυτό-αγάπης και του ναρκισσισμού, αλλά με την μορφή της πλήρους αποδοχής μου ως ανθρώπου, με τα ελαττώματα και τα προτερήματα που με κάνουν διαφορετικό από οποιονδήποτε άλλο – με την επίγνωση αυτών των ιδιοτήτων μου, των φόβων και των ανασφαλειών μου και με την ανοιχτή και ειλικρινή αποδοχή και τον σεβασμό της αντίστοιχης μοναδικότητας όλων των άλλων ανθρώπων. Για αυτό και η αγάπη δεν προϋποθέτει αμοιβαιότητα. Δεν εντάσσεται σε μία σχέση «δούναι και λαβείν», ούτε απαιτεί την αγάπη του άλλου για να τον αγαπήσει. Αγαπάει – σκέτο.
Η αγάπη δεν είναι εξάρτηση, ούτε κατοχή. Δεν επικυρώνεται με γάμους, με υποσχέσεις αιώνιας πίστης και τυπικά σύμφωνα δέσμευσης. Κανείς δεν είναι «δικός μου». Εξάλλου, αντίθετα με τα όσα πιστεύουμε, στη γνήσια αγάπη δεν υπάρχει ζήλεια. Διότι, η ζήλεια δεν είναι τίποτα περισσότερο από τον συνδυασμό μίας βαθύτατης εσωτερικής ανασφάλειας για την αυτό-αξία μου και ενός επιτακτικού αισθήματος κατοχής του άλλου: Σε ζηλεύω όταν υποψιάζομαι ότι δεν είμαι αρκετά καλός (για εσένα) και ότι ανά πάσα στιγμή, εσύ που είσαι δικός μου, θα φύγεις από κοντά μου για κάποιον καλύτερο / ομορφότερο / σημαντικότερο, κλπ. Για αυτό λοιπόν το ώριμο «σ’ αγαπώ» σημαίνει «μπορώ κάλλιστα να ζήσω χωρίς εσένα, αλλά επιλέγω ελεύθερα να μείνω κοντά σου». Διότι η αίσθηση της αυταξίας ενυπάρχει ήδη και δεν εξαρτάται από τον Άλλον για επιβεβαίωση.
Η αγάπη δεν είναι καν ταύτιση ή αυτοθυσία. Δεν χάνω τον εαυτό μου προκειμένου να γίνω ίδιος με εσένα. Δεν αλλάζω τα γούστα μου, τις ιδέες μου, τις συνήθειές μου, ώστε να προσαρμοστούν σε αυτά του άλλου. Ούτε θυσιάζω στοιχεία της ζωής μου για τον άλλον. Διατηρώ την προσωπική μου ελευθερία, έχοντας τον Άλλο ως συνοδοιπόρο. Ούτε μπροστά, ούτε πίσω μου, ούτε καν σε ένα σκαλοπάτι ανώτερο από εμένα. Σε κοιτάζω ως ίσο προς ίσο.
Η αγάπη είναι μία τέχνη, λέει ο Ε. Φρομ, που αναζητά μία απάντηση στο ερώτημα, «πώς να αγαπήσω» και όχι στο σύνηθες ερώτημα του «πώς θα αγαπηθώ». Όμως, όπως όλες οι άλλες τέχνες, έτσι και αυτή μαθαίνεται, αλλά απαιτεί κόπο, προσπάθεια, εξάσκηση, σφάλματα και επανάληψη. Εδώ δεν υπάρχουν εύκολες και γρήγορες λύσεις, σε αντίθεση με τα όσα προτάσσει σήμερα η κοινωνία μας. Κι αν όλα αυτά ακούγονται άκρως ρομαντικά και ανέφικτα, ας αναρωτηθούμε για μία στιγμή μήπως τελικά αυτή η ετικέτα του «ρομαντισμού» μπαίνει αυτομάτως σε οτιδήποτε φαντάζει σήμερα κοπιώδες, απαιτητικό και επενδυμένο με σημαντική ψυχική προσπάθεια, υπευθυνότητα και συναισθηματικό κόστος, καθιστώντας απαγορευτικό το “δύσκολο” και συντηρώντας την ρευστότητα των σχέσεών μας.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Πασκάλ Μπρύκνερ, Το Παράδοξο του Έρωτα. Εκδ. Πατάκη.
Alain Badiou, Εγκώμιο για τον Έρωτα. Εκ. Πατάκη.
Έριχ Φρομ, Η Τέχνη της Αγάπης. Εκδ. Μπουκουμάνης.
Ζύγκμουντ Μπάουμαν, Ρευστή Αγάπη. Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Ντενί ντε Ρουζμόν, Ο Έρως & η Δύση. Εκδ. Ίνδικτος.