Άγγιξε, ψυχή μου, τον κόσμο, περιπλανήσου, κολύμπα μέσα στο βαθύ πέλαγος των αθώων σκιερών ενστίκτων!
Σε ξέρω, φοβισμένη μου ψυχή, φαί, ποτό και ύπνος είναι για σένα πάνω απ΄ όλα η επιστροφή στις καταβολές σου. Παφλάζεις σαν το κύμα και είσαι κύμα, θροΐζεις σαν το δάσος και είσαι δάσος, δεν υπάρχει πια έξω και μέσα, πουλί είσαι και πετάς στον ουρανό, ψάρι και κολυμπάς στο πέλαγος, ρουφάς φως και είσαι φως, γεύεσαι σκότος και είσαι σκότος.
Περιπλανιόμαστε, ψυχή μου, κολυμπάμε και πετάμε, χαμογελάμε κι ενώνουμε ξανά με τα τρυφερά δάχτυλα του νου μας τα κομμένα νήματα, κάνουμε τους πνιγμένους ήχους να ξανακουστούν.
Δεν ψάχνουμε πια για θεό. Είμαστε θεός. Είμαστε ο κόσμος. Σκοτώνουμε πεθαίνοντας κι εμείς μαζί, κοιμόμαστε και ξυπνάμε με τα όνειρα μας.
Το ωραιότερο όνειρο μας είναι ο γαλάζιος ουρανός, το ωραιότερο όνειρο μας είναι η θάλασσα, το ωραιότερο όνειρο μας είναι τ’ αστέρια της νύχτας, είναι το ψάρι, είναι ο ζωηρός, χαρούμενος ήχος, είναι το ζωηρό, χαρούμενο φως. Όλα είναι το όνειρο μας, το καθετί είναι το ωραιότερο όνειρο μας.
Μόλις πεθάναμε και γίναμε χώμα. Μόλις βρήκαμε το γέλιο. Μόλις ανακαλύψαμε έναν αστερισμό.
Hermann Hesse (Τα Παραμύθια)