Ο κυρίαρχος τρόπος ηγεμονικής αρσενικότητας , ετεροσεξουαλικού προσανατολισμού, που βρίσκεται στο επίκεντρο των κοινωνικών επιστημών περίπου από τη δεκαετία του 1980 και αποτελεί κεντρική κατηγορία ανάλυσης στη μελέτη του φύλου και ιδιαίτερα των ανδρισμών, συνοψίζει, σύμφωνα με τους Frosch et al. (2002: 75-76), αξιακά χαρακτηριστικά, όπως η ετεροσεξουαλικότητα, η κυριαρχία, η σκληρότητα, ο ανταγωνισμός, τα κατορθώματα, οι επιτυχίες και η υποτίμηση των ομοσεξουαλικών ανδρών.
Πρώτο και κύριο πεδίο στο οποίο κρίνεται ο ηγεμονικός ανδρισμός, ο οποίος, όπως κάθε κατασκευή, πρέπει να εξετάζεται πάντοτε σε σχέση με συγκεκριμένα κοινωνικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα, είναι οι σεξουαλικές επιδόσεις. Όπως σχολιάζει η Αμπατζή (2011: 83), «Η εμβληματικότητα του σεξουαλικού ανδρισμού εστιάζεται κυρίως στην εννοιολόγηση της ερωτικής επιθυμίας ως γνωρίσματος των ανδρών, δηλαδή ως έμφυλης διαφοράς με σωματικές και ανατομικές διαστάσεις».
Στην ελληνική σεξουαλική κουλτούρα, ο άνδρας οφείλει να επιδεικνύει αδιάλειπτη, άοκνη και ακόρεστη σεξουαλική διέγερση: έτσι έχουμε τις λέξεις γαμιάς, γαμήκουλας, πηδήκουλας, πουτσαράς (ο προικισμένος με ευμέγεθες μόριο και αξιοποιών αυτό), γκομενιάρης, γυναίκας, μουνάκιας, μπήχτης, χώστης, αλανιάρης, μπερμπάντης (< ιταλ. birbante < birba ‘απατεώνας, αλήτης’), σαλιάρης, ερωτύλος κ.ά. — όταν, δε, υπάρχει εξειδίκευση σε συγκεκριμένο κοινό-στόχο, όπως είναι τα μοντέλα, συναντάμε το\…μοντελοπνίχτη, γνωστό δικηγόρο της αθηναϊκής show business. Πρόκειται για τη στερεοτυπική στον ηγεμονικό λόγο συγκρότηση των έμφυλων ρόλων, στην οποία οι άνδρες παρουσιάζονται ως κυρίαρχοι-κυνηγοί, που επιζητούν το σεξ μανιωδώς και με διαφορετικές συντρόφους, ενώ οι γυναίκες ως υποταγμένες και σεξουαλικά θηράματα των αντρών.
Σε ό,τι αφορά το θέμα της ανάληψης της πρωτοβουλίας για το πλησίασμα του ερωτικού στόχου, αν και παραδοσιακά οι γυναίκες αφήνουν το πεδίο δράσης στους άνδρες, η υπερβολή στο «πέσιμο» δεν εκτιμάται, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος να θεωρηθεί κάποιος πέφτουλας, ιδιαίτερα αν εφαρμόζει την πρακτική αδιακρίτως, ή σαβουρογάμης, δηλ. όχι και πολύ επιλεκτικός. Αντίθετα, όποιος δεν μπορεί να εναρμονιστεί με το πρότυπο της σεξουαλικής επιθετικότητας ή επιδεικνύει συστολή κατά την προσέγγιση του αντίθετου φύλου, με αποτέλεσμα να τρώει τη μία χυλόπιτα μετά την άλλη, είναι looser (< αγγλ. ‘χαμένος’), μπάκουρος/μπακούρι (< τουρκ. bakir ‘παρθένος, ανέγγιχτος’), ζήτουλας, λιγούρης χ\ πεινάλας, ενώ ο ενδοτικός στις απαιτήσεις του γυναικείου φύλου και εξαρτημένος από τη σύντροφό του, η οποία τον έχει βάλει στο βρακί της, χαρακτηρίζεται ως μουυόδονλος ή μουνοείλωτας , όρος που αποδίδεται κυρίως από άνδρα σε άνδρα, εκφράζοντας συνήθως τα παράπονα της ανδροπαρέας για ένα μέλος της που έχει αποσυρθεί λόγω «συζυγικών» υποχρεώσεων.
Τέλος, η λ. κλαπαρχίδης, παραγόμενη από τη μεταγν. κλάπα ‘ξυλοπάπουτσο’, η οποία στο διαλεκτ. ποιμενικό λεξιλόγιο αποτελεί είδος νάρθηκα, που τοποθετούσαν στους όρχεις του ζώου για ευνουχισμό, και αρχίδι, δηλώνει τον ‘ευνουχισμένο’ και κατ’ επέκταση ‘ανίκανο’ ή άβουλο’. Παρεμφερές περιεχόμενο έχουν και τα χέστης και κλασομπανιέρα(ς), δηλ. τόσο δειλός, ώστε περδόμενος θα γέμιζε με αέρια ακόμα και μία μπανιέρα — η δειλία στον άνδρα είναι, προφανώς, ασυγχώρητη!
Βγάλε το ντουκι απ’ το σεντούκι
Προσφάτως η εξωτερική εμφάνιση του άνδρα, πάντοτε σε συνδυασμό, βέβαια, με τις σεξουαλικές του επιδόσεις, έχει αρχίσει να αξιολογείται ως σημαντικό κομμάτι της ηγεμονικής αρσενικότητας. Μάλιστα, όπως επισημαίνει η Κοσετζή (2011: 221-222), στη δημόσια σφαίρα εμφανίζονται πλέον αναπαραστάσεις των ανδρών ως σεξουαλικών αντικειμένων και σκευών ηδονής (π.χ. άνδρες strippers, γυμνοί άνδρες σε τηλεοπτικές σειρές και θεατρικές παραστάσεις, γυναικεία περιοδικά, διαφημίσεις κ.λπ.), αντιστρέφοντας την επικρατούσα κανονικότητα του κυρίαρχου λόγου. Ως εκ τούτου, υπάρχει μια σειρά όρων, θετικών κατά βάση και σίγουρα προφορικών και οικείων, που αναφέρονται στη σωματική διάπλαση του άνδρα, και που αντικατοπτρίζουν μια διάθεση σεξιστικής αντικειμενοποίησής του, με κυμαινόμενο βαθμό αποδεκτότητας σε τυπικές μορφές επικοινωνίας: π.χ. παιδαράς, γκόμενος, μανουλι, μανάρι, σφιχτής/σφίχτερμαν, φουσκωτός, ντουκι (αρχική σημασία ‘γρονθοκόπημα’ < dukes -γροθιές)
-Πιπέρι στο στόμα εκδ. Καλλιγραφος