ΟΤΑΝ Ο ΠΙΚΑΣΣΟ ΕΜΕΝΕ ΣΤΟ ΜΟΝΡΟΥΖ, κατά τη διάρκεια του Πρώτου πολέμου, κλέφτες μπήκαν σπίτι του, πήραν μόνο κάτι άσπρόρουχα και αδιαφόρησαν τη ζωγραφική του. Σήμερα τα ασπρόρουχα κοστίζουν πολύ πιο άκριβά άπ’ ότι τό 1915, άλλά οι πίνακες του Πικάσσο έχουν άνέβει πολύ περισσότερο άπ’ ο,τι τό σεντονόπανο. Κανένας λωποδύτης δεν θά λάθευε πιά.
Υπάρχουν οι πίνακες των μαιτρ και τά μέτρα κανναβάτσο , όπως λέει ό Λαμπίς.[1]
‘Αγνοώ αν είναι ιδιοφυΐα* δύσκολα λες γιά κάποιον πού συναναστρέφεσαι πώς είναι ιδιοφυΐα’ είμαι όμως σίγουρη πώς τοποθετείται κάπου στην άόρατη εκείνη άλυσίδα πού ενώνει, άνά τούς αιώνες, όλα τά μεγάλα πνεύματα μεταξύ τους.
Τόσα χρόνια, τόσες δεκαετίες έχουν περάσει και ό Πικάσσο παραμένει ζωντανός, ολοζώντανος. Τό παλιρροϊκό κύμα πού τον εφερε δεν ύποχώρησε. Ούτε τον ξέχασαν ούτε εγινε είδωλο, κάτι πού είναι εξίσου σοβαρό. ‘Έχει διατηρήσει την εύφυΐα του, τα αντανακλαστικά του ακροβάτη πού υπήρξε, την εύελιξία του Βάσκου, γιατί είναι Βάσκος απ’ τον πατέρα του, δάσκαλο ζωγραφικής.
Ή φιλία μου γι’ αύτον διατηρείται αταλάντευτη. Νομίζω πώς είναι αμοιβαίο. Δεν εχουμε αλλάξει, παρ’ όλες τις ανατροπές. Έδώ και είκοσι χρόνια όλα ήταν υπέροχα, για πολλούς λόγους, κυρίως όμως επειδή ή προσωπική ζωή του καθενός δεν ήταν δημόσια περιουσία, επειδή οι λωποδύτες της οδού Μονρούζ δεν είχαν ιδέα ποιος ήταν ό Πικάσσο, επειδή ή πολιτική δεν δηλητηρίαζε τήν τέχνη.
Συνεννοούμαι πολύ καλά με τις ισχυρές προσωπικότητες. Νιώθω απόλυτο σεβασμό προς τούς μεγάλους καλλιτέχνες, και μαζί απόλυτη ελευθερία* είμαι ή συνείδηση τους. “Αν ξεπέσουν στις σελίδες του Harper’s Bazzar, τούς τό λέω. Διατηρώ το κριτικό μου πνεύμα. “Αν αντιληφθώ πώς πνίγομαι από θαυμασμό, σημαίνει ότι δεν είναι αληθινά μεγάλοι καλλιτέχνες.
– Σε γλίτωσα απ’τον Πικάσσο, ελεγε ή Μίσια.
Δεν είχα καμιά ανάγκη νά γλιτώσω παρά μόνο από τη Μίσια. Γιατί εκεί απ’ όπου πέρασε ή αγάπη της Μίσια, χορτάρι δεν φυτρώνει. Ο Πικάσσο πηρε μιά ηλεκτρική σκούπα και ρούφηξε τα πάντα γύρω του, εγώ όμως δεν βρέθηκα στο δρόμο της σκούπας του. Μου άρεσε ώς άντρας. Στην πραγματικότητα όμως αύτό πού μου άρεσε ήταν ή ζωγραφική του, απ’τήν όποια βέβαια δεν καταλάβαινα τίποτα. Με είχε πείσει και μου αρέσει να πείθομαι. Για μένα ό Πικάσσο είναι ό πίνακας των λογαρίθμων.
Γκρέμισε, στή συνέχεια όμως έχτισε. ~Ηρθε στο Παρίσι τό 1900, όταν ήμουν παιδί, ξέροντας ήδη να ζωγραφίζει σαν τον Ένγκρ, παρά τά λεγόμενα του Σέρτ. Είμαι σχεδόν γριά και ό Πικάσσο εργάζεται άκόμη* έχει γίνει τό ραδιενεργό στοιχείο της ζωγραφικής. Μόνο στο Παρίσι θά μπορούσαμε νά συναντηθούμε εμείς οι δυο (άνθρωποι σάν έμας δεν ζουν στήν Ώβέρν, ούτε στή Μάλαγα και στή Βαρκελώνη).
‘Όταν τον γνώρισα, μόλις είχε επιστρέψει άπ’τή Ρώμη με τον Σατί και τον Κοκτώ. ΤΗταν ή εποχή της Παρέλασης’ οί περίφημοι σκηνικοί της χαρακτήρες με τά κοστούμια τους άπό ντεκουπαρισμένο χαρτόνι χτυποΰσαν ρυθμικά τά πόδια τους πάνω τή σκηνή του Σατλέ. Ό Πικάσσο έβγαινε τότε από τον κυβισμό και τά παπιέ-κολέ. Παρακολούθησα στή συνέχεια τις επαναστάσεις του πού αναστάτωναν κατά περιόδους τήν οδό ντε λά Μποεσί. Είδα τά σκηνικά του νά θριαμβεύουν και τό κοινό νά παθιάζεται γιά τό Τρίκοχο καπέλο, κι ύστερα γιά τήν Πουλτσινέλλα.
Είχα ανέβει συχνά σ’ εκείνο τό σάν του αλχημιστή άντρο του. Είδα τον Άπολλιναιρ νά περνάει, και να προσπερνάει, ήξερα για τις συγκεντρώσεις της όδοΰ Ύγκένς και της όδοΰ Ραβινιάν, είτε από πρώτο χέρι είτε από τις διηγήσεις του Ρεβερντύ ή του Μάξ Ζακόμπ. Τον είδα νά παύει νά είναι ή αποκλειστικότητα του Μανόλο[2] και του Πεϋζάν[3], του Γκρενβίτζ και του βαρόνου Μολλέ και νά γίνεται εφάμιλλος του Στάλιν και του Ρούζβελτ. Είδα τον Άμπρουάζ Βολλάρ[4] και τον Ρόζενμπεργκ νά γυροφέρνουν τό θησαυρό πού κατασκεύαζε θησαυρούς. Είδα τον Κοκτώ νά του χορεύει τό χορό της σαγήνης, τους ντανταϊστές νά τον φλερτάρουν, τους υπερρεαλιστές νά τον λιβανίζουν. Είδα τους Μοντιλιάνι και τους Χουάν Γκρις νά εξαφανίζονται και τον Πικάσσο νά παραμένει. Ό Άπολλιναιρ έλεγε πώς ό εσωτερικός ρυθμός του έχει τη μονοτονία του αραβικού ρυθμοΰ. Οι αιώνες περνούν, οι πολιτισμοί καταρρέουν, ό Αλλάχ παραμένει μεγάλος και ο Πικάσσο παραμένει ό προφήτης του. Άλλα μαζί και δαίμονας. Θα επιστρέφει να ταράζει τις γενιές των νεαρών ζωγράφων στις πνευματιστικές συγκεντρώσεις. “Οταν θα τον βάλουν στο Λούβρο, οί κιθάρες του θα τρομάζουν τον φύλακα της νυχτερινής βάρδιας και τα άγάλματά του θα περιφέρονται μόνα τους μες στα σκοτάδια, παρά τις περιπολίες, στον οροφο με τις αιγυπτιακές αρχαιότητες.
3. Γραμματέας του Άπολλιναιρ, μέλος του Oulipo. (Σ.τ.μ.)
[1] Eugene Labiche (1815-1888): Γάλλος θεατρικός συγγραφέας πού σχολίαζε σκωπτικά τις ιδιοτροπίες και τά γούστα της κοινωνίας της Δεύτερης Αύτοκρατορίας. (Σ.τ.μ.)
[2] Manolo Hugue: Είναι τό ψευδώνυμο πού επέλεξε ό Manolo Martinez I Hugue (1872-1945), Καταλανός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και σχεδιαστής, ό όποιος, κατά την παραμονή του στο Παρίσι τό 1892, συνδέθηκε μέ τον Πικάσσο. {Σ.τ,μ.)
[3] Andre Paysan : Φίλος και συνεργάτης του Κοκτώ στη Σεχραζάντ μέ τον όποιο συνέγραψε την Υπομονή της Πηνελόπης;. (Σ.τ.μ.)
[4] Ambroise Vollard : Σημαντικός Παρισινός έμπορος τέχνης των άρχων του 20οΰ αιώνα {Σ.τ,μ,)