Σ’ όλα αύτά πού λέω το πιο βασικό κι αύτό πού ξεχωρίζει είναι ή λέξη “μόνη” δεν πρόκειται να γράψω: Μόνη…, δεν θα του βάλω αποσιωπητικά πού θα έδιναν στην απομόνωση μου μια νότα μελαγχολίας, ή οποία δεν είναι στη φύση μου, άλλα ούτε και θαυμαστικό : Μόνη!, πού θα έδινε τη λανθασμένη εντύπωση δτι απευθύνω πρόκληση στον κόσμο. Διαπιστώνω απλώς πώς μεγάλωσα, έζησα και γερνάω μόνη.
Ή μοναξιά σκλήρυνε τό χαρακτήρα μου, πού είναι κακός, σφυρηλάτησε την ψυχή μου, πού είναι περήφανη, και τό κορμί μου, πού είναι γερό.
Ή ζωή μου είναι ή ιστορία -και συχνά τό δράμα- μιας γυναίκας μόνης: οι δυστυχίες της, τό μεγαλείο της, ό άνισος και συναρπαστικός άγώνας πού είναι ύποχρεωμένη νά δώσει ενάντια στον εαυτό της, ενάντια στούς άντρες, ενάντια στούς πειρασμούς, στις αδυναμίες και στούς κινδύνους πού ενεδρεύουν παντού.
Μόνη, σήμερα μέσα στον ήλιο και τό χιόνι… Θά συνεχίσω, χωρίς σύζυγο, χωρίς παιδιά, χωρίς εγγόνια, χωρίς όλες αύτές τις γλυκές αύταπάτες, χωρίς όλους αύτούς τούς άντικατοπτρισμούς πού μας κάνουν νά πιστεύουμε ότι ό κόσμος κατοικείται άπό άντίτυπα του εαυτού μας, θα συνεχίσω, λοιπόν, νά δουλεύω και να ζω μόνη.
Απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου “Η αύρα της Σανέλ” του Paul Morand, εκδόσεις ΑΓΡΑ.