Βάλ’τε κωδικό μου λέει ρε Αλέκο. Γράφω “χιονονιφάδα”. Ξαναβάλ’τε κωδικό λέει για επιβεβαίωση. Ξαναπληκτρολογώ “χιονονιφάδα”. Περιμένω λίγο. “Άκυρο λέει. Οι κωδικοί πρέπει να είναι πανομοιότυποι.”
Η μητέρα μου με κουβάλησε εννιά μήνες στην κοιλιά της, με γέννησε, με μεγάλωσε, πέρασε άπειρες ώρες μαζί μου υπομονετικά και μου έχει δώσει πολλά. Εγώ τις μαθαίνω να χρησιμοποιεί τον υπολογιστή. Νομίζω είμαστε πάτσι. Της αλλάζω τον κωδικό.
Ξέρετε αυτά τα πρώτα παράθυρα όταν κάνεις εγκατάσταση ένα πρόγραμμα που λένε “διάβασε προσεκτικά αυτό πριν προχωρήσεις”; Αυτά που πατάς “επόμενο” πριν το σκεφτείς αλλά μετά μπλέκεις και βρίζεις που δεν τα διάβασες; Ε, κάπως έτσι είναι η ζωή. Και η τεχνολογία σε σχέση με τη μάνα μου.
Δίνει χαρακτήρα σε ότι κάνει. Της στέλνεις μήνυμα. Δεν απαντάει. Την ρωτάς γιατί. “Μα ήταν ανόητο αυτό που ρώτησες!” σου λέει με άνεση. Ξανακοιτάς το μήνυμα. Το χειρότερο είναι ότι έχει και δίκιο. Ο άνθρωπος που με φώναζε να της δείξω πως να αλλάξει την ώρα στο φούρνο τώρα έχει δίκιο.
Οι ηλικιωμένοι πολύ συχνά γκρινιάζουν ότι “δεν τα πιάνουν”. Σαν να έχασαν το τραίνο. Σάματις αν είχαν μικροί υπολογιστή στο σπίτι τώρα θα ήταν χάκερ. Σαν να λες “ναι, έπεσα πάλι πάνω στην τζαμαρία, αλλά στο κάτω κάτω να παραδεχτούμε ότι ο αέρας και τα τζάμια μοιάζουν πολύ.”
Αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι άνθρωποι είναι ότι στην τεχνολογία υπάρχει στυλ, υπάρχει τρόπος. Μερικοί φέρονται σαν αυτούς που ρίχνουν το τζαζίκι όλο πάνω από τα κολοκυθάκια αντί να τα βουτάνε ένα ένα με το χέρι όπως πρέπει. “Γιατί μου έρχονται συνέχεια μηνύματα στο Facebook;” ρωτάει με αθώο ύφος. Άντε τώρα να αναλύσεις την βλακεία του μέσου και των χρηστών του με λίγα λόγια. “Επειδή η φιλία είναι πολύτιμο αγαθό αλλά πολλές φορές ενοχλητικό πράγμα.” Κλείνω όλες τις ειδοποιήσεις. Εξάλλου αν της στείλει μήνυμα η θεία μου θα την πάρει αμέσως τηλέφωνο να την ρωτήσει αν το είδε.
“Άκου μαμά. Το Facebook κάνει ότι είναι σαν τον κανονικό κόσμο, αλλά δεν είναι. Καθόλου. Όσο και να τους φωνάζεις εδώ με κεφαλαία γράμματα, δεν αλλάζουν πολιτικές απόψεις. Αυτός που πέθανε ο μαυρούκος, δεν ήταν ο Μαίκλ Τζάκσον πάλι, άλλος ήταν, ο Πρινς.
Το πιο τρομαχτικό πράγμα με την τεχνολογία και την μητέρα μου είναι ότι ώρες ώρες νομίζω ότι καταλαβαίνει την ουσία της υπόθεσης καλύτερα από εμένα. Μου θυμίζει μια φορά όταν ήμουν έφηβος που μπήκε στο δωμάτιο την ώρα που έβαζα αποσμητικό στις μασχάλες και μου είπε: “όχι, όχι, όχι Αλέκο! Δεν το βάζεις έτσι αυτό.”
Ακόμα αναρωτιέμαι τι εννοούσε.
(To κείμενο από το blog του ΠοντιοΜεξικανού συγγραφέα Αλέκου Γκονζαλεζίδη – περισσότερα κείμενά του θα βρείτε εδώ. )