Ο Δημήτρης Λιαντίνης ήταν καθηγητής μου στη Φιλοσοφική της Αθήνας. Υπήρξε σπουδαίος δάσκαλος και φίλος, για το διάστημα της φοιτητικής περιόδου. Τον Ιούνιο του 1998 εξαφανίστηκε στον Ταΰγετο, αφήνοντας πίσω του μύθους και ερμηνείες. Είχαν περάσει πέντε χρόνια από τότε που δεν είχα επαφή μαζί του. Για την εξαφάνιση, δυσκολεύτηκα να δεχτώ ότι ένας άνθρωπος με τόση κατάφαση ζωής, με τόση ενέργεια και αγάπη για τους φοιτητές του θέλησε να «δραπετεύσει» από τον κόσμο που του έδινε τη μεγάλη δύναμη της προσφοράς στις συνειδήσεις των άλλων. Ήταν όμως επιλογή και αποτέλεσμα προετοιμασίας μιας ολόκληρης ζωής.
Όπως και να ‘χει, κράτησα μέσα μου τον δικό μου «Λιαντίνη» και μαζί με πολλούς άλλους ανθρώπους που τον έζησαν, τον κουβαλάω στο υποσυνείδητό μου. Ποτέ δεν τον μνημόνευσα ως αυθεντία, ποτέ δεν τον μυθοποίησα και, κυρίως, ποτέ δεν «αντέγραψα» τίποτα από τη σκέψη του. Με ενέπνευσε στη βιοθεωρία μου και μου έμαθε την ελληνική γλώσσα. Αυτός μου την έμαθε, όχι ο Μπαμπινιώτης, ο άλλος μου καθηγητής. O ένας ήταν ποιητής και ο άλλος επιστήμονας.
Δεν τον έχω αναφέρει ως τώρα σε κείμενά μου και δεν θα το έκανα, αν δεν προέκυπτε μια πρόσφατη δίκη να μου τον θυμίσει και πάλι. Ο βιογράφος του και ιδρυτής της ιστοσελίδας liantinis.org, Δημήτρης Αλικάκος (ο σημαντικότερος ερευνητής του, που συγκέντρωσε πολύτιμο υλικό -επιστολές του, βίντεο, ηχητικά, κ.α.), κέρδισε τη δικαστική διαμάχη με τη χήρα του Λιαντίνη, την καθηγήτρια Ν. Γεωργοπούλου. Τον είχε μηνύσει, υποστηρίζοντας ότι το 2008 είχε δημοσιεύσει έκθεση με τα αποτελέσματα μιας εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης. Aφορούσε την ταυτοποίηση οστών που βρέθηκαν στον Ταΰγετο, και τα οποία, όπως αποδείχθηκε, ανήκαν στον Λιαντίνη (έκθεση του ιατροδικαστή Κουτσάφτη). Το δικαστήριο δικαίωσε τον βιογράφο του και απέρριψε τις αιτιάσεις της χήρας Λιαντίνη.
Βρήκα, λοιπόν, την ευκαιρία να κάνω κάποιες σκέψεις, όχι μόνο για τον καθηγητή αλλά γενικότερα, για το πώς αντιμετωπίζουμε τους σημαντικούς ανθρώπους, όταν περνάει ο χρόνος. Έχει πάντα να κάνει με το τι θέλουμε να κρατήσουμε από αυτούς. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η συμπόρευση με μια φόρμα ύφους και ιδεολογίας τούς δίνει κύρος και δύναμη. Σε άλλους πάλι, αρέσει να φτιάχνουν πορτρέτα ή μεσσίες, που είναι αναντικατάστατοι. Και υπάρχουν κι αυτοί που ζουν γοητευμένοι με το δέος του ανθρώπου που θαύμασαν και αγάπησαν για όσο ζούσε.
Η ζωή όμως τρέχει και σκοτώνει κάθε στατική σύλληψη του επιστητού. Τίποτα δε μένει ίδιο και είναι άδικο για τις ιδέες των ανθρώπων που έφυγαν, να τις φυλακίζουμε στο κλουβί της δικιάς μας συνειδητότητας επειδή μας βολεύει. Ο Επίκουρος, ο Σωκράτης, ο Σοπενχάουερ, ο Ρίλκε, ο Νίτσε, ο Καβάφης, ο Σολωμός, ο Καζαντζάκης, δεν θα ήταν τώρα οι ίδιοι. Άλλα θα έλεγαν, άλλα ίσως θα πίστευαν, για άλλα θα μιλούσαν.
Μια άλλη διάσταση είναι το πώς αποδέχεται η κατεστημένη διανόηση τους «αντισυστημικούς». Πριν από καιρό, έτυχε να πω δυο κουβέντες με έναν «αναγνωρίσιμο» ανθρωπάκο της ακαδημαϊκής κοινότητας για τον Λιαντίνη και τον θεωρούσε τρελό. Ποτέ δεν τον αποδέχτηκε το περιβάλλον των καθηγητών κι ας τον λάτρευαν οι φοιτητές του. Όλοι αυτοί που στήριξαν και στηρίζουν τον «πολιτισμό» της αντιγραφής στα πανεπιστήμια, δεν είναι ποτέ σε θέση να κατανοήσουν τη διαφορετικότητα και το καινούριο, αυτό που δεν διατυπώθηκε ως τώρα. Για τον Λιαντίνη (δίδασκε παιδαγωγικά) δεν είχε τόσο σημασία να ξέρεις τι είπε ο Piaget και η Montessori, αλλά τι λες εσύ, ως μελλοντικός δάσκαλος που θα παλεύεις αργότερα μέσα στις τάξεις. Ο Λιαντίνης ήταν τραγικός, πρωτότυπος και διαλεκτικός. Είχε ανά πάσα στιγμή έτοιμη την αυτοκατάργησή του για να αποθεώσει τον συνομιλητή του, όχι τον εαυτό του. Ίσως γιατί δεν γεννήθηκε αστός. Ίσως γιατί η γλώσσα του είχε την ποίηση της πολύτιμης λαϊκότροπης σοφίας.
Όσο για το πώς και γιατί χάθηκε, τι νόημα έχει να μας απασχολεί πια. Όπως λέει κι ο Ρίτσος, ο άνθρωπος πορεύεται μόνος στον έρωτα, στη δόξα και στον θάνατο. Εκείνο που μένει πάντα είναι το αχνό αποτύπωμα και οι μεγάλες ομάδες που άφησε πίσω του. Κι αν ο Λιαντίνης «θανάτω θάνατον πατήσας», μαζί με τον Σωκράτη και τον Καρυωτάκη, θα το δείξει ο χρόνος και ο χώρος που θα έχει την ανάγκη να γεμίσει με το πνεύμα του.
Το σημαντικό για μένα και για πολλούς άλλους που είχαμε την τύχη να σταθεί απέναντί μας, είναι που δέσαμε τα δικά μας γονίδια με το δικό του. Αυτό είναι το κέρδος για τη σκέψη μας, τη ζωή μας και την ελληνική μας ταυτότητα. Γιατί, ό,τι υπέροχο υπάρχει στον κόσμο μας, φτιάχτηκε από τους γενναίους «διαφορετικούς» και όχι από τους κακόμοιρους «υποτακτικούς»…