«Ο Μαρξ αλλάζει εντελώς την οπτική μου για τον κόσμο», μου δήλωσε σήμερα το πρωί ο μικρός Παλιέρ, που συνήθους δε μου μιλάει ποτέ.
Ο Αντουάν Παλιέρ, ανθηρός κληρονόμος μιας παλαιάς δυναστείας βιομηχάνων, είναι ο γιος ενός από τα οχτώ αφεντικά μου. Τελευταίο ρέψιμο της μεγάλης επιχειρηματικής αστικής τάξης, η οποία αναπαράγεται πια μόνο με λόξιγκες και χωρίς βίτσια, ακτινοβολούσε για την ανακάλυψή του και μου την έξη γούσε ασυναίσθητα, χωρίς καν να φαντάζεται ότι μπορεί κι εγώ κάτι να καταλάβω. Τι να νιώθουν οι εργατικές μάζες από το έργο του Μαρξ; Η ανάγνωσή του δύσκολη, η γλώσσα επιμελημένη, το ύφος δυσνόητο, οι θέσεις περίπλοκες.
Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή κόντεψα να προδοθώ εντελώς ηλίθια. «Θα ’πρεπε να διαβάσετε τη Γερμανική ιδεολογία»,’ λέω σ’ αυτό το κουτορνίθι με το σκουροπράσινο μοντγκόμερι.
Για να καταλάβεις τον Μαρξ και τον λόγο για τον οποίο έχει άδικο, πρέπει να διαβάσεις τη Γερμανική ιδεολογία. Είναι το ανθρωπολογικό βάθρο πάνω στο οποίο ορθώνονται όλες οι νουθεσίες για έναν καινούργιο κόσμο και σ’ αυτό εδράζεται μια κυρίαρχη βεβαιότητα: οι άνθρωποι, που χάνονται μέσα στην επιθυμία, καλά θα κάνουν ν’ αρκούνται σε ό,τι τους είναι αναγκαίο. Σ’ έναν κόσμο στον οποίο η ύβρις της επιθυμίας θα έχει φιμωθεί, μπορεί να γεννηθεί μια νέα κοινωνική οργάνωση, αποκαθαρμένη από αγώνες, καταπιέσεις και ασφυκτικές ιεραρχίες.
Όποιος σπέρνει επιθυμία σοδειάζει καταπίεση, ετοιμάζομαι να μουρμουρίσω, λες και μ’ ακούει μόνο ο γάτος μου.
Μα ο Αντουάν Παλιέρ, του οποίου το απαίσιο και υποτυπώδες μουστάκι δεν έχει καμιά χάρη, με κοιτάζει, αβέβαιος για τα παράξενα λόγια μου. Όπως πάντα, σώθηκα από την ανικανότητα των ανθρωπίνων πλασμάτων να πιστεύουν σε ό,τι τινάζει στον αέρα το πλαίσιο των ασήμαντων πνευματικών συνηθειών τους. Μια θυρωρός δε διαβάζει τη Γερμανική Ιδεολογία και, συνεπώς, δε θα μπορούσε ποτέ να παραθέσει την ενδέκατη θέση του Μαρξ για τον Φόιερμπαχ. Επιπλέον, μια θυρωρός η οποία διαβάζει Μαρξ φλερτάρει σίγουρα με την ανατροπή και πουλήθηκε σ’ έναν διάβολο, επονομαζόμενο Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας. Το ότι τον διαβάζει για ν’ ανυψώσει το πνεύμα της είναι ατόπημα, κάτι που κανένας αστός δε συνηθίζει.
«Την καλημέρα μου στη μαμά σας», μουρμουρίζω κλείνοντάς του κατάμουτρα την πόρτα, ελπίζοντας ότι η δυσαρμονία των δύο φράσεων θα καλυφθεί από τη δύναμη χιλιόχρονων προκαταλήψεων.