Ο πρωθυπουργός αναζητά στηρίγματα έχοντας απωλέσει πολιτικά ερείσματα και κομματικές αναφορές. Ενα βήμα πίσω η αντιπολίτευση θα δώσει τεχνοκράτες.
Με κύριο μέλημα την επαναλειτουργία των τραπεζών και την ολοκλήρωση της συμφωνίας για τη χρηματοδότηση γέφυρα κινείται ο Αλέξης Τσίπρας, στον χρόνο που μεσολαβεί μέχρι το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία να συνέλθει από το σοκ που προκάλεσε η βιαιότητα των διαπραγματεύσεων και του τρίτου Μνημονιου. Έχοντας απωλέσει όμως ερείσματα και αναφοράς στον ΣΥΡΙΖΑ και τον ευρύτερο πολιτικό χώρο της Αριστεράς που θυμίζει πλέον βομβαρδισμένο τοπίο, ο πρωθυουργός βασίζεται στην ανάγκη της αντιπολίτευσης να μη χρεωθεί το πολιτικό κόστος, συνθήκη που δεν δημιουργεί τις απαραίτητες συνθήκες πολιτικής ευστάθειας.
Σε αυτό το κλίμα ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να διασωθει πολιτικά και να επιτύχει το μέγιστο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό αποτέλεσμα υποσχόμενος μόνο «Ιδρώτα, δάκρυα και λύπη» όχι όμως «αίμα» και πατώντας στα βήματα του Ουίνστον Τσώρτσιλ να δεσμευθεί για τη διατήρηση με κάθε κόστος της κοινωνικής συνοχής.
Σε κίνηση έχουν ήδη τεθεί τα πολιτικά γρανάζια του συστήματος οδηγώντας τη χώρα σε εκλογές πριν το τέλος του έτους, σενάριο που θα προσπαθήσουν να αποφύγουν πάση θυσία οι εταίροι και η αντιπολίτευση. Παράλληλα στο Μαξίμου επεξεργάζονται τη νέα σύνθεση της κυβέρνησης μελετώντας τις υπό επαναδιάταξη κοινοβουλευτικές ισορροπίες, ενώ η κοινωνία και μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος βρισκονται ακόμα σε κατάσταση μετατραυματικού σοκ.
Στο νέο κυβερνητικό σχήμα θεωρείται δεδομένη η δια τεχνοκρατών συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού, ενώ μεγαλύτερες αποστάσεις λαμβάνει η Νέα Δημοκρατία. Γρίφος παραμένει ακόμα η τελική στάση του Πάνου Καμμένου και των ΑΝΕΛ, όπου κυοφορείται διάσπαση.
Το ρήγμα στον ΣΥΡΙΖΑ θεωρείται δεδομένο με την αποχώρηση της Αριστερής Πλατφόρμας μετά την παραίτηση υπουργών, αντιστοίχως πρόβλημα θα υπάρξει και με τους 53 παρά την παραμονή του Ευκλείδη Τσακαλώτου στο τιμόνι του υπουργείου Οικονομικών, καθώς το πακέτο της συμφωνίας αποδεικνύεται πολύ βαρύ για να το διαχειριστεί το υπάρχον πολιτικό προσωπικό.
Στο εσωτερικό του κυβενρώνοντος κόμματος εντείνονται οι διαβουλεύσεις ενώ δεν αποκλείεται πολλοί βουλευτές να παραιτηθούν, χωρίς όμως να διασφαλίζεται ότι οι επιλαχόντες θα δεχχθούν τις θέσεις.
Συνεπώς ο Αλέξης Τσίπρας θα στηριχθεί στον Γιάννη Δραγασάκη, τον Ευκλείδη Τσακαλώτο και τον Γιώργο Σταθάκη σε επίπεδο κορυφαίων υπουργών. Θα επιμείνει στον Νίκο Παππά, ο οποίος δεν διαθέτει όμως το απαραίτητο πολιτικό και κομματικό εκτόπισμα, τον Χρήστο Σπίρτζη που διαθέτει ικανά κοινωνικά και πολιτικά ερείσματα στον μεσαίο χώρο, τον Παναγιώτη Κουρουμπλή και θα αναζητήσει ανθρώπους της πρώην ΔΗΜΑΡ, επιχειρώντας να μη δώσει εικόνα πλήρους μετάλλαξης της κυβέρνησης.
Με δεδομένη όμως την απροθυμία της αντιπολίτευσης να μοιραστεί το πολιτικό κόστος εισάγοντας πολιτικό προσωπικό στη νέα κυβέρνηση Αλέξης Τσίπρας θα είναι αναγκασμένος να βασιστεί σε τεχνοκράτες που θα του υποδείξουν τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση. Όπερ σημαίνει ότι η αντιπολίτευση επιθυμεί τον περιορισμό και διαχείριση του πολιτικού κόστους, προβλέποντας μια βραχύβια κυβέρνηση.
Συνεπώς, πρακτικά ο Αλέξης Τσίπρας είναι αναγκασμένος είτε να βρει πολιτικό προσωπικό από την παρακμάζουσα Αριστερά, είτε να στραφεί σε τεχνοκράτες δίνοντας ξεκάθαρα πλέον εικόνα κυβέρνησης «ειδικού σκοπού» άρα και περιορισμένου χρόνου.
Με ένα τέτοιο κυβερνητικό σχήμα η βιωσιμότητα του οποίου θα βασίζεται στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή, ήτοι την παραμονή της χώρας στο ευρώ, τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των τραπεζών και την εφαρμογή των συμπεφωνημένων μεταρρυθμίσεων η κοινωνία θα βρεθεί σε αναβρασμό, η έλλειψη πολιτικής έκφρασης θα πυροδοτήσει αίσθημα γενικευμένης απογοήτευσης, θα εξωτερικεύσει πάθη και θα οδηγήσει σε κοινωνικές εκρήξεις.
Την ίδια ώρα όμως μια νέα τάση φαίνεται να γεννάται από τα πολιτικά συντρίμμια του ΣΥΡΙΖΑ, τους ΑΝΕΛ και η οποία θα πλαισιωθεί – αριθμητικά – από τους βουλευτές του ΚΚΕ και της Χρυσής Αυγής.Πρόκειται για όσους θα επιλέξουν πρώτα να ψηφίσουν όχι και μετά να παραιτηθούν από έδρανα και αξιώματα, περιορίζοντας την κοινοβουλευτική απήχηση των μέτρων και συνεπώς τη δυναμική εφαρμογής τους.
Ετσι αν και η εξουσιοδότηση που ζήτησε για πάει στις Βρυξέλλες ο Αλέξης Τσίπρας έλαβε 251 ψήφους οι απώλειες στην ψήφιση των προαπαιτούμενων κατεβάζουν τον αριθμό αυτό στους 200 με προοπτική υποχώρησης στους 180.
Αν και ζήτημα νομιμοποίησης της κυβέρνησης δεν τίθεται από την αντιπολίτευση, αυτό εγείρεται από τους ίδιους τους κυβερνητικούς βουλευτές και τους υπουργούς, με πρώτο τον Πάνο Σκουρλέτη, ο οποίος έχει κάνει λόγο για εκλογές εντός του έτους.
Με το πολιτικό κατεστημένο, μέρος του οποίου είναι από τη Δευτέρα και ο ΣΥΡΙΖΑ, δεσμευμένο –εκόντες, άκοντες- στην εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου, τις συνδικαλιστές τάσεις ανεξέλεγκτες στους δρόμους και τα media σε σύγχυση γεννάται άμεσα ουσιαστικό κενό πολιτικής έκφρασης της κλιμακούμενης κοινωνικής δυσανεξίας και δυσαρέσκειας.
Πρώτη σε αυτό τον στίβο τοποθετείται η Χρυσή Αυγή, η οποία αν και αποδυναμωμένη μπορεί να συγκεντρώσει ψήφο διαμαρτυρίας ανεβάζοντας την κοινωνική της παρεμβατικότητα, ξυπνώντας κοινωνικά πάθη και ρατσιστικά-βίαια ένστικτα σε μια χειμαζόμενη κοινωνία, με απρόβλεπτες συνέπειες και προεκτάσεις.
Αντιλαμβανόμενος αυτό το σκηνικό, κινείται ήδη ο Παναγιώτης Λαφαζάνης μεθοδεύοντας τη μετεξέλιξη της Αριστερής Πλατφόρμας σε κόμμα που πρακτικά θα σημάνει το τέλος του ΣΥΡΙΖΑ.
Μια τέτοια κίνηση όμως θα είχε και παράπλευρες απώλειες καθώς εκτός από το ποσοστό που θα αποκομίσει η νέα πολιτική κίνηση, που θα έχει ως σημαία την έξοδο από το Ευρώ, θα ανοίξει την πόρτα και για πολιτικές ουδετεροποιήσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ τα οποία διέρχονται ήδη κρίση ταυτότητας.
Ετσι πρακτικά ο Αλέξης Τσίπρας θα βρεθεί αποκομμένος στην κορυφή μιας κυβερνητικής πυραμίδας χωρίς κομματικά και κοινωνικά ερείσματα, λαβωμένος από τη διαπραγμάτευση και με διαρκώς νέες πληγές από την ψήφιση Μνημονιακών νόμων.
Το σκηνικό αυτό με έναν πρωθυπουργό σε διαδικασία κομματικής, πολιτικής και κοινωνικής απονομιμοποίησης που παραμένει κουβαλώντας ατομικά τις συλλογικές αμαρτίες δεν μπορεί όμως να παράσχει τις απαραίτητες εγγυήσεις ευστάθειας για το πολιτικό σύστημα.
Με απώτερο όριο την ψήφιση του προϋπολογισμού του 2016 τον Οκτώβριο και με την κοινωνία σε αναβρασμό, με κυρίαρχο συναίσθημα την απογοήτευση η χώρα αναμένεται να οδηγηθεί σε εκλογές, από τις οποίες θα προκύψει μια βουλή με πολιτική και κομματική πανσπερμία, άνοδος της ακροδεξιάς και ευρωφοβικών τάσεων σε όλα τα μέτωπα. Πολλά θα κριθούν απότον βαθμό ωρίμανσης των νέων πολιτικών κινήσεων στην Αριστρερά, την ταχύτητα εοανασύνθεσης του χώρου του κέντρου και τον τελικό πολιτικό προσανατολισμό της Νέας Δημοκρατίας, που θα κριθεί από το πρόσωπο του νεου προέδρου.
Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα το ΠΑΣΟΚ ενασυντίθεται σε νέο πολιτικό οργανισμό με τη συμμετοχή του Γιώργου Παπανδρέου, του Γιώργου Φλωρίδη και άλλων, επιλέγοντας νεραό γενικό γραμματέα και συγκροτώντας πολιτική γραμματεία, στα πρότυπα του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γαλλίας.
Στη Νέα Δημοκρατία όλα δείχνουν πως θα εκλεγεί ο Νίκος Δένδιας φέρνοντας το κόμμα πιο κοντά στο κέντρο και αφήνοντας στην εσωκομματική αντιπολίτευση, που θα προσωποποιηθεί στον Μάκη Βορίδη, να διαχειριστεί το χώρο της λαϊκής δεξιάς και της ακροδεξιάς.
Σε αυτό το κλίμα και σε συνθήκες πόλωσης, κοινωνικού σπαραγμού και πολιτικής αποσύνθεσης το διακύβευμα της παραμονής στο ευρώ παραμένει ανοιχτό, το ίδιο όμως και η λειτουργία του τραπεζικού συστήματος.