Πόσο λεπτό πράγμα είναι η ψυχή. Κι άλλο πόσο εύθραυστο η ζωή.
Ο χρόνος εφεύρεση, τα αισθήματα απλή διέγερση.
Κάτι που τώρα επείγει, πιέζει επιτακτικά, μετά μοιάζει τόσο χλιαρά επιδερμικό, ώστε να νιώθεις τη θλίψη της μάταιης αγωνίας τότε που του δόθηκες, του αφοσιώθηκες χωρίς βούληση αλλά με πάθος.
Σκέψεις, σκέψεις που τις ποτίζει η ευμετάβλητη διάθεση των συναισθηματικών μας λαίμαργων αναγκών και που τις ανδρώνει η λογική του «κόσμου» που έχει πια καταντήσει πιο ρευστή κι από το ρετσίνι στου γέρικου δέντρου τον ξερό κορμό… καταρρίπτονται ηττημένες πριν ακόμα γίνουν ιδέες.. πολύ πριν «δώσουν» καρπό.
Αναρωτιέσαι κάνοντας ασφαλείς σκέψεις σαν μια καλά απασφαλισμένη χειροβομβίδα – μήπως στο τεντωμένο σκοινί του καλά θαμμένου παρελθόντος σου, τελικά βρίσκεται η απάντηση στο αίνιγμα του κόσμου σου;
Επικίνδυνο το μονοπάτι, ξεμακραίνεις με βήματα χορευτή, και φοράς το πιο σίγουρο χαμόγελό σου. Έτσι σου είπανε να κάνεις, έτσι κάνεις χρόνια τώρα. Σε αφήνουν ήσυχο, τους δίνεις να καταλάβουν ότι είσαι αυτάρκης και ολιγαρκής, ότι δεν έχεις απορίες, ότι δεν σε ενοχλεί τίποτα, ότι δεν απειλείς την ησυχία τους, ότι δεν αποτελείς κίνδυνο για τα κεκτημένα τους, δεν αμφισβητείς και δεν αντιλέγεις, δεν προτρέπεις και δεν αναμοχλεύεις τα κακώς κείμενα.
Με δύο λόγια είσαι ένα άνθρωπος «πολιτισμένος» και για αυτό λίγο παραζαλισμένος.
Αναρωτιέσαι (συνεχώς αναρωτιέσαι) πότε το όχι οφείλει να είναι ξερό, στακάτο και πότε απλά δηλωτικό της άρνησης, σε ποιες περιπτώσεις αφήνεις τον εαυτό σου να εκδηλώσει την απερίφραστη αγανάκτηση του ή απλά με γύρισμα της πλάτης και σιωπή. Μπορώ σαν πολιτισμένο ον, άραγε, να μουτζώσω, όπως έκανα μικρή (κι ας τις έτρωγα μετά) ή ακόμα χειρότερα να βρίσω, όταν η ηλιθιότητα, η αγένεια και το θράσος λιώνουν στον πόνο το μικρό κοντυλένιο δακτυλάκι της υπομονής μου; Να υψώσω τον τόνο της φωνής μου ή κι αυτό είναι δηλωτικό έλλειψης αυτοσυγκράτησης;
Σκέφτομαι πόσο ξεκάθαρη η σκέψη σου οφείλει να είναι, τα θέλω σου και το είναι σου, ώστε να μπορείς να ξεκαθαρίζεις το τοπίο από ασάφειες, κρυφά νοήματα και να κερδίσεις χρόνο και δυνάμεις στον ακήρυχτο πόλεμο της ασυνεννοησίας των καιρών που μας δέρνει όλους.
Γιατί το να στείλεις το δικό σου μήνυμα στον κόσμο που δεν σε ξέρει αλλά ζει μαζί σου φαίνεται αλλά δεν είναι απλό. Και δυστυχώς εδώ και καιρό έπαψες να ζεις στον μαγικό κόσμο των «κακών παιδιών». Κάποτε μπορεί να ήσουν υπήκοος της «χώρας του Ποτέ» και να ξιφομαχούσες με τον κόσμο των μεγάλων (Χουκ) με αξιοσημείωτη επιτυχία.
Έλεγες αυτό που ήθελες, έκανες πράγματα «επαναστατικά» για τον κόσμο των μεγάλων. Αρνιόσουν να κάνεις παρέα με παιδιά που δεν σου άρεσαν, δεν έκρυβες τα συναισθήματά σου, έλεγες πάντα την άποψη σου, ρωτούσες για όλα και περίμενες σοβαρές απαντήσεις, έψαχνες στα συρτάρια και στις ντουλάπες για κρυμμένα μυστικά που τα μυριζόσουν μίλια μακριά, διεκδικούσες το γέλιο και το παιχνίδι, αναζητούσες την παρέα σου και εκεί κατέθετες μεγατόνους συναισθημάτων, το όχι ήταν αμετάκλητο και το ναι αληθινό, η φαντασία σου δεν είχε όρια, η ενέργεια σου κάλπαζε σε ρυθμούς ταμπούρλου και το πιο βασικό: δρούσες από ένστικτο, σκεφτόσουν κι απλά έπραττες .
Θυμήσου: η γνώση αυτού του πλάσματος που κάποτε ήσουν, υπάρχει, ο μικρός Πήτερ μέσα σου «ψοφάει» να κάνει τα τρελά του σάλτα και να κυνηγήσει τη σκιά του και να την καταστήσει ανίσχυρη. Τα φιλαράκια σου, σου γνέφουν με προσδοκία και η Τινκ κρυφά το βράδυ – τρυπώνει στην κάμαρά σου πασπαλίζοντας σε με νεραϊδόσκονη…
Θυμήσου!