Με την ηλικία μου δεν είχα ποτέ πρόβλημα. Θεωρώ ότι βρίσκομαι σε μία από τις πιο δημιουργικές φάσεις της ζωής μου.
Έχω σπουδάσει, διδάξει, διδαχθεί, παντρευτεί, στήσει σπιτικό, μετακομίσει, ταξιδέψει.
Έχω βγει, πιει, ξεράσει, λυσσάξει (όχι πάντα μ’ αυτή τη σειρά). Έχω ερωτευτεί κι έχω κλάψει.
Έχω θρηνήσει κι έχω αγαπήσει. Έχω γονείς, αδελφό, σύζυγο, παιδιά, σκυλιά, γατιά, φίλους, εμπειρίες, ιδέες, προβλήματα, συνταγές, όρεξη για ζωή –και φαγητό- και άλλα πολλά. Έχω πράξει κι έχω μείνει άπραγη.
Από την άλλη όμως, έχω και μία τεράστια δίψα για τόσα, όσα γίνεται ακόμη να γευτώ. Πόσα παραπάνω; Όλα αν είναι δυνατόν.
Την πληθωρική εποχή της Αθήνας των Ολυμπιακών αγώνων, έφαγα την καλή την μπούφλα.
Σε μία από τις πρώτες εξόδους μετά τη γέννηση του υιού, πήγαμε με τον “καλό μου” (να, με κάτι τέτοια είναι που καρφωνόμαστε οι -ντάρες) στο γνωστό «μικρό» της Γλυφάδας. Τέτοια χαρά που έβλεπα ανθρώπινα πλάσματα με… έναρθρο λόγο δεν υπήρχε. Τόση, που δεν κοιτούσα καν γύρω μου. Ευτυχώς, γιατί θα την είχαμε κάνει στο πεντάλεπτο.
Με τρελό κέφι και ασυγκράτητο ενθουσιασμό ήπια τα δύο ποτάκια μου -με τα οποία έγινα σταφίδα καθότι ο οργανισμός είχε «αγνέψει» από τη μωρουδίλα, και ξεκίνησα να συζητάω με την κουμπάρα μου τα γνωστά ενδιαφέροντα φιλοσοφικά ζητήματα, που αιώνες τώρα απασχολούν τα φωτεινότερα μυαλά της διανόησης: πόσα κακάκια, τι χρωματάκι, ποια πανίτσα συγκρατεί καλύτερα τα τσισάκια, πόσες ώρες κοιμήθηκαν τα βλασταράκια μας, πόσο αστεράκια είμαστε στο baby swimming, τι καροτσάκι ταιριάζει σε off-road διαδρομούλες, ποιοι σιχαμένοι κλείνουν τις ράμπες και βγάζουμε τα μωρούλια στο δρόμο και πόσο κοντά στην καμπύλη μέσου όρου ανάπτυξης βρισκόμαστε. Προχωρημένα πράγματα.
Γιατί βέβαια μπορεί να ανυπομονούμε για μερικές στιγμές ανάπαυλας, αλλά όταν τελικά έρχεται η ευλογημένη ώρα που τις έχουμε ο εγκέφαλος έχει ήδη γίνει πουρές μπανάνας.
Και μόλις χαλαρώνει η κουβέντα και πάμε να επεκταθούμε λίγο –καλά, όχι και πολύ μακριά, μέχρι εκεί που κόβονται τα υποκοριστικούλια κι αρχίζεις να χρησιμοποιείς λεξιλόγιο ενηλίκων, ακούω την αγγελική φωνή χαριτωμένης κοπελίτσας δίπλα μου:
-Και με τον Τάσο, τι γίνεται;
-‘Άσε ρε, αυτός είναι μεγάλος, 28 χρονών. Σιγά μην ερχόταν αυτός εδώ!
Ετοιμάζομαι να γυρίσω, να κοιτάξω και να σηκώσω φρύδι και αίφνης… τρώω τη φλασμπακούρα του θανάτου.
Βλέπω τον εαυτό μου 22 χρονών φρέσκο, αδύνατο και παντοδύναμο να κοιτάζει με μισόκλειστο μάτι και ηδυπαθές ύφος τον «γέροντα» των 28 ετών που της την πέφτει από απέναντι. Και ενθυμούμαι τις ζοφερές σκέψεις που έκανα τότε.
Έχετε δει στα γουέστερν που πετάνε τους λιωματίδηδες όξω απ τα σαλούν(ς); Ε, κάπως έτσι πετάχτηκα κι εγώ απ’τα σκαλούν(ς) του ‘μικρού’. Με ανάλαφρα (λέμε τώρα) άλματα. Γιατί πολύ απλά, όταν αποφασίζουμε να ξαναβγούμε από το σπίτι μας οι φρεσκομαμάδες, καλό είναι να ελέγχουμε πρώτα το ημερολόγιο.
Όχι την ημερομηνία. Τη χρονολογία!