Ήταν ώρα πια να γνωρίσω τους γονείς της. Παραδοσιακά πράγματα για μερικούς, ένα απλό γεύμα για άλλους. Ντύθηκα κάπως ενδιάμεσα, όχι πολύ επίσημα αλλά αρκετά να φανεί ότι προσπάθησα. Κάτσαμε να φάμε και στο τραπέζι ήταν και οι δυο γιαγιάδες της. Κρατούσαμε καλά μια γενική κουβέντα περί ανέμων και υδάτων χωρίς να περιλαμβάνονται πολιτικοί άνεμοι ή αθλητικά ύδατα. Ήξερα ότι ο πατέρας της ήταν Ολυμπιακός και δεν θα άντεχα να μην ξεσπαθώσω εναντίον του Μαρινάκη.
“Αλέκο θα πεις την προσευχή;”
Ωπα, τώρα με έπιασε απροετοίμαστο. Δεν ήξερα ότι έπαιζε Μικρό Σπίτι στο Λειβάδι ακόμα. Έπρεπε να κρατήσουμε και τα χέρια και να σκύψουμε το κεφάλι; Ευτυχώς δεν με κοιτούσαν έτσι που είχαν σκύψει οι άλλοι, οπότε πήρα μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησα στα σίγουρα.
“Θεέ μου, ευχαριστώ για την τόση ομορφιά που μας χαρίζεις.”
Καλά πήγε η εισαγωγή. Η μητέρα της χαμογελούσε σε στυλ “μπράβο κόρη μου, αυτός το έχει.” Οπότε συνέχισα.
“Ευχαριστώ που με γνώρισες με την Μίλη και που με έφερε στο σπίτι της σήμερα.”
Ο πατέρας της σχεδόν είπε “μπράβο” ή κάτι τέτοιο αλλά είχα κι άλλα να πω.
“Ευχαριστώ που μας έχεις όλους καλά και τόσο όμορφα. Μερικές φορές και μόνο που την κοιτάω μου σηκώνεται και δεν αντέχω να μην την καρφώσω, καίγομαι ολόκληρος και το προφυλακτικό δεν ανοίγει με τίποτα…”
Η γιαγιά της σηκώθηκε και χτύπησε παλαμάκι. Όλοι γύρισαν να την κοιτάξουν.
“Αμήν”.