Όταν βρέχει
δεν παίρνω ομπρέλα.
Το θεωρώ δειλία να προφυλάσσομαι
από το ξεκάθαρο.
Όταν δε βρέχει
όσο κι άν ευτυχεί ο ουρανός
όσο κι αν τον πιστεύω
ανοίγω την ομπρέλα μου
δεν είναι ξεκάθαρη
καιρική συνθήκη η ευτυχία.
Σύμφωνα με την Κική Δημουλά, η ποίηση «ωφελεί όσο μια παυσίπονη σταγόνα σε έναν ωκεανό λύπης». Ενα τίποτε, δηλαδή. Ωστόσο, και σε πείσμα αυτής της δυσαναλογίας, επιμένει, εν πλήρει συνειδήσει, καθώς γνωρίζει ότι, ούτως ή άλλως, δεν διαθέτουμε και πολλά εφόδια να διαπλεύσουμε τον αγριεμένο ωκεάνιο βίο. Για εκείνη η ποίηση δεν συνιστά φιλοτιμία εμπρός στην ανάγκη ούτε υποκατάστατο ευτυχίας. Είναι κάτι καλύτερο: πράξη αυθάδειας εμπρός στο ήδη τετελεσμένο ή/και στο αναπόφευκτο να συμβεί. Η ποίηση, η τέχνη γενικότερα, είτε τη δυστυχία της προσωπικής ύπαρξης περιγράφει είτε τα πολιτικά και κοινωνικά δεινά, είναι πράξη αισιόδοξη, συνιστά έλλογη αντίσταση προς το Κακό. Αυτό πιστεύω πως διαπράττει χρόνια η Δημουλά: περιγράφει αυθαδώς και ευθαρσώς, εν είδει αυτοβιογραφίας, αυτό το πολύμορφο Κακό, το εσαεί καταποντιζόμενο σώμα, σε μια πάσχουσα χώρα, στους ανάποδους καιρούς που ζούμε. Το κύριο θέμα της είναι η περιγραφή της φθοράς που (ω του θαύματος!) οξύνει τα αισθήματα και ακονίζει τον νου της προκειμένου να αντεπεξέλθει σε αυτόν τον παραλογισμό. Ταυτόχρονα μένει πεισματικά αδιάφορη σε κάποιο σωτηριολογικό Επέκεινα. Η Δημουλά είναι μια ποιήτρια που λίγο θέλγεται από ουράνιες προσδοκίες. Ο ουρανός της είναι κανονικός με πολλά σύννεφα, με αστραπές και βροντές αλλά και με ήλιο. Το «Αίφνης» όπως μετονομάζεται, σε κάποιο κείμενό της, η στιγμή του θανάτου, αυτή η «κοσμοφόρα Μεσολάβηση» ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, προβάλλεται ως απελευθέρωση ενός δουλοπάροικου και τίποτε άλλο.Αυτή λοιπόν την αίσθηση των συνεχών απωλειών έχει ο αναγνώστης του Δημόσιου καιρού, της τελευταίας συλλογής της Κικής Δημουλά, όπως αυτές οι φθορές πιστοποιούνται επάνω στο τραυματισμενο κορμί, το δικό της και της χώρας της. Το σεφερικό επίγραμμα «Φιλοκτήτης» (Νοέμβριος 1949) «τραυματισμένο κορμί, τραυματισμένος ο τόπος, τραυματισμένος ο καιρός» δεν τίθεται απλώς ως προμετωπίδα στο βιβλίο. Ξεκλειδώνει, κατά κάποιον τρόπο, τη συλλογή καθώς δείχνει πως αυτό που περιλαμβάνει είναι τα εμφανή πεδία μέσα στα οποία ο Φιλοκτήτης/ποιητής του 1949 βιώνει τα εμφύλια τραύματα. Ο σακάτικος σεφερικός καιρός επανεμφανίζεται (μέσα στο ποιητικό ιδιόλεκτο της Δημουλά) ως ένα άλλο εκποιημένο αγαθό της εποχής μας: «Λες να πουλήθηκε και ο ύστατος / καλός μας δημόσιος καιρός / στον βαρύ χειμώνα; / αν και είναι Αύγουστος ακόμα / στα μισά του σχεδόν» (Δημόσιος καιρός).
Ολοι οι ποιητές έχουν, στον έναν ή στον άλλον βαθμό, ως θέμα τους το σώμα τους (το ιδιωτικό και το δημόσιο) ως αισθητήριο όργανο μνήμης, πόθου, τυραννίας και φθοράς, τη στιγμή που οι «ψυχικές υποθέσεις» μοιάζουν απλή αντανάκλαση των σωματικών δεινών. Ο Καβάφης μάς τα έχει δείξει αυτά πολύ καλά. Η Δημουλά δαιμονίζεται, με τον δικό της τρόπο, από τη θέαση της πολλαπλής φθοράς και από τον μνησιπήμονα πόνον του ιδίου σώματος που παθαίνει, που συνεχώς εξαρθρώνεται, για να παραδοθεί κάποια στιγμή για επισκευή στο χειρουργείο. Ολα περί το όλον σώμα. Η μνήμη, λ.χ., μιας παλαιάς παράστασης στην Επίδαυρο συνδέεται τώρα με ένα βαρύ σώμα που ανεβαίνει στο θέατρο «λαχανιάζοντας / σα βράχος φορτωμένος / του ασήκωτου χρόνου το βάρος» («Επίδαυρος – Μήδεια»). Τη γοητεύει και τη νευριάζει παράλληλα η εικόνα/μνήμη του σώματός της σε παλαιές φωτογραφίες («Σπασμένα και αυτοφυή», «Φραγή», «Δρακόντεια μέτρα», «Υπεράνω» κ.ά.). Τόσο που κάποια στιγμή προβαίνει σε έναν ύστατο αυτοακρωτηριασμό που ως μια οιονεί πράξη βουντού «μεταβιβάζεται» σε μια φωτογραφία. «Σκότωσα άνθρωπο / επιτέλους τον ξεφορτώθηκα / με αργό ρυθμό βασανιστηρίων / τη βδελυρή μου πράξη να απολαμβάνω. / Τον κατακρεούργησα / ψαλίδισα πρώτα το κεφάλι / μετά ξεκοίλιασα τα μάτια (…) Αφησα μόνο τα πόδια / κρεμασμένα σε αναπηρική κορνίζα / για παραδειγματισμό» («Εμμονη ιδέα»). Αυτή η εικόνα του μεταλλαγμένου/παραλλαγμένου σώματος κορυφώνεται με μιαν αναφορά στον νέο, αναπάντεχο εραστή της, έναν βηματοδότη. «Για φαντάσου / ύστατος σύντροφος της επιβίωσής μου, / ένας Βηματοδότης. / Ενωση καθαρά σαρκική. / Μέσα στο στέρνο μου φωλιάζει / ευτυχής που ορίζει την καρδιά μου» («Υπέρ υγείας»).
Η ποίησή της εκλαμβάνεται συχνά (και αναλόγως προσλαμβάνεται από πολλούς) ως έκφραση κυρίως συναισθηματική. Κοιτάσματα συναισθηματικά υπάρχουν σε όλους τους ποιητές, ακόμη και στους «λογικούς». Συμβαίνει και στη Δημουλά, αυτός όμως ο «έκτυπος», απτός συναισθηματισμός αναπτύσσεται, όπως πιστεύω, επάνω σε μια αυστηρή λογική γραμμή. Δεν πάει στον βρόντο, δεν χάνεται στην απόληξη του ποιήματος. Η ανάπτυξη του συναισθήματος (για να θυμηθούμε τον παλαιό ορισμό) γίνεται με τρόπο λογικό, σχεδόν γεωμετρικό. Αυτό είναι το ένα χαρακτηριστικό της ποίησής της. Το άλλο έχει να κάνει με την απρόβλεπτη, αντιακαδημαϊκή χρήση της γλώσσας, που εγγίζει τα όρια του «ναΐφ» με τις αναπάντεχες παρομοιώσεις, τις μεταφορές, τις μετωνυμίες, τις αλλοπρόσαλλες προσωποποιήσεις κτλ. Εκει που όλοι λένε «Ω γλυκύ μου έαρ», αυτή λέει «γλυκύ μου έαρ Ω»!Η Δημουλά δεν γράφει υπερρεαλιστικά, περιγράφει με τρόπο απροσδόκητο το παρά-λογο, τον παραλογισμό. Από εκεί η έκπληξη «Να μαζέψει τη γλώσσα της / η παραπληροφόρηση. / Ορκίζομαι πως δεν ελέχθη / τίποτα Θεέ μου εναντίον σου // εγώ απλώς και μόνον / είπα / πως η κάθε στιγμή / γεννιέται / από πολύ πρόωρο / χώμα» («Καλοπροαίρετο σχόλιο»). Ενα τελευταίο παράδειγμα από τον Δημόσιοκαιρό για να φανεί η λογική στην προβαλλόμενη ως συναισθηματική ποίηση της Δημουλά. «Οταν βρέχει / δεν παίρνω ομπρέλα. / Το θεωρώ δειλία να προφυλάσσομαι / από το ξεκάθαρο. // Οταν δε βρέχει / όσο κι αν ευτυχεί ο ουρανός / όσο κι αν το πιστεύω // ανοίγω την ομπρέλα μου / δεν είναι ξεκάθαρη / καιρική συνθήκη η ευτυχία» («Προφυλάξεις»). Το ποίημα προσλαμβάνεται μόνο αν το λογικοποιήσουμε. Μοιάζει «συναισθηματικό», όμως για να συγκινηθούμε οφείλουμε πρώτα να το εννοήσουμε. Υπό την έννοια αυτή τα οιονεί «ναΐφ» και «αφελή» ποιήματα της Δημουλά είναι ασκήσεις λογικής κάτω από τον ψευδή μανδύα του συναισθήματος. Είναι η μόνη δυνατή αντίδραση ενός έλλογου όντος απέναντι στον πολλαπλό παραλογισμό που συνεχώς εξαρθρώνει και στρεβλώνει τον ιδιωτικό και τον δημόσιο καιρό μας. Που θέτει σε κίνδυνο το πολύτιμο σώμα. Το δικό μας και της χώρας.
Τα παραπάνω είναι από κάποιο άρθρο σχετικά με το ποίημα, άλλη ανάλυση δεν βρήκα κάπου στο διαδίκτυο. Μάλλον γιατί δεν χρειάζεται! Το ποίημα είναι απλό και το λέει κι από μόνο του. Πόσο άστοχη η προσέγγιση τόσων εκπαιδευτικών να αναγκάζουν τα παιδιά να κάνουν υπεραναλύσεις στα αυτονόητα!
Η ποίηση τής Δημουλά διχάζει το ευάριθμο των αναγνωστών. Διχάζει με τον ίδιο τρόπο που διχάζουν όλα στην Ελλάδα – από την μια μεριά οι φανατικοί υπερασπιστές της, (στην πλειονότητά τους αγνοούν το σύνολο τού έργου της και πάντως αποφεύγουν τα «δύσκολα» ποιήματά της, μένοντας στα εύπεπτα…) και από την άλλη όσοι την αποστρέφονται, κυρίως γιατί ο λυρισμός στην ποίησή της σχεδόν απουσιάζει ή είναι ευσεβώς συγκρατημένος. Στ’ αυτιά τους, (αυτιά μαθημένα χρόνια τώρα σε στίχους γλυκερούς και στερεότυπους), η Δημουλά είναι πολύ «εγκεφαλική», πολύ τετράγωνη, η ποιήτρια των διανοημάτων και όχι των συναισθημάτων.
Περιττό να πω ότι και οι δύο απόψεις βλάπτουν την ποίηση το ίδιο, καθώς δεν πυροδοτούνται από μελέτη, έρευνα, ανάλυση, αναγνωστικό μόχθο, μα εδράζονται επάνω στο ανόητο δίπολο «μού αρέσει» – «δεν μού αρέσει», επάνω δηλαδή σ’ έναν απόλυτο υποκειμενισμό. Και πώς αλλιώς, όταν τα κάθε είδους κριτήρια έχουν εξαφανιστεί από την εκπαίδευση εδώ και χρόνια, (αναρωτιέμαι αν υπήρξαν και ποτέ…) και η ερμηνεία τού στίχου προκύπτει από την γνώμη τού κάθε μαθητή, φοιτητή ή δασκάλου. Η ποίηση τής Δημουλά δεν θα μπορούσε να μείνει έξω από αυτόν τον κύκλο τής αυθαίρετης και εκ τού μηδενός ερμηνείας.
Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, για μια ποίηση που ξεπερνά τα εβδομήντα χρόνια πορείας, η δοκιμιακή βιβλιογραφία είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Και όταν αναφέρομαι σε βιβλιογραφία, δεν εννοώ όλα εκείνα τα σημειώματα που υπερασπίζονται την αποδοχή ή την απόρριψή της, αλλά μελέτες άρτιες που επιχειρούν ερμηνεία και υπογραμμίζουν ελαττώματα. Κάποια κείμενα από δύο γνωστούς κριτικούς, περισσότερο θολώνουν το τοπίο παρά το φωτίζουν. Μεγάλη η πενία σε τούτο το πεδίο, γενικά για την ποίηση στην Ελλάδα.
Λοιπόν, για να μην μακρηγορούμε, η ποιότητα στο έργο τής Δημουλά δύσκολα αμφισβητείται. Δεν είμαι από εκείνους που συγκινούνται ιδιαίτερα από το έργο της, αλλά ετούτο, (η προσωπική αισθητική δηλαδή), δεν έχει καμία σημασία όταν καλείται κάποιος να κρίνει με μάτι ψύχραιμο και όσο γίνεται αντικειμενικό. Και δεν αμφισβητείται αυτή η ποιότητα γιατί τα στοιχεία που την συγκροτούν είναι σαφή, συγκεκριμένα, μετρήσιμα.
Θα ήταν καλό να ξεκινήσω από την γλώσσα. Να πούμε ότι η γλώσσα είναι συστατικό στοιχείο τής ποιητικής της; Αυτό θα ήταν μία στερεότυπη ανοησία, που την ακούσαμε κατά κόρον στα επικήδεια αφιερώματα. Η κατάκτηση εδώ είναι ότι η Δημουλά έχει την δική της γλώσσα, το δικό της ιδίωμα και το πιο σημαντικό είναι πως την κατέχει από την πρώτη κιόλας συλλογή της, (Έρεβος, 1956). Στα πρώτα της αυτά ποιήματα, όλα όσα την χαρακτηρίζουν μεταγενέστερα είναι πιο άτονα, σπανιότερα στον στίχο. Η ουσιαστικοποίηση των επιθέτων είναι μετρημένη στα δάκτυλα, το ίδιο και οι προσωποποιήσεις, ενώ οι επιρροές από Καβάφη και τον σύζυγό της Άθω Δημουλά εμφανείς.
Τι πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε πρωτίστως στην Δημουλά; Οπωσδήποτε την χρήση τού όλου τής γλώσσας και βεβαίως την γλωσσοπλαστική της δεινότητα. Η Δημουλά προέρχεται από μία γενιά όπου η λογοτεχνία διαμόρφωνε γλώσσα, είχε την δική της γλώσσα, δεν αποτελούσε απλώς ηχείο αναπαραγωγής λέξεων τής καθημερινότητας. Κι αυτό ερχόταν ως φυσικό επακόλουθο μιας ποίησης που ενδιαφερόταν για το βάθος και όχι για την στατική φωτογράφηση – μα και πώς μπορείς να βυθιστείς σε έννοιες δίχως την πλήρη γνώση των λεκτικών αποτυπωμάτων τους; Οι λέξεις που πλάθει η Δημουλά είναι κάποτε εύστοχες, κάποτε όχι, (π.χ «μυθιστορίζεσαι»), μα σημασία έχει πως στα χνάρια παλαιότερων και σύγχρονών της ποιητών, προσπαθεί να διευρύνει την νοηματική της, να εκφράσει αποχρώσεις. Στην νεοελληνική ποίηση κυρίως ο Ελύτης υπηρέτησε με επιτυχία ετούτο τον σκοπό.
Η γλώσσα είναι εκείνη επίσης που βοηθά, (γιατί γράφω βοηθά;.. βεβαίως πρωταγωνιστεί…), όταν θα πρέπει να αποτυπωθούν έννοιες αφηρημένες, (για τούτο αναφέρθηκα πριν και στον Ελύτη, θυμηθείτε τους στίχους του για τα χρώματα…). Όταν η Δημουλά δεν υπερβάλλει στους πειραματισμούς, το αποτέλεσμα γίνεται εξαιρετικό σε ισορροπία, ρυθμό και εικονοποιία, κάποιες στιγμές αποκτά ακόμη και στοιχεία λυρισμού.
Ας ξεφύγωμε για λίγο από την γλώσσα όσο αυτό είναι δυνατόν και να πάμε στο περιεχόμενο, σε κείνο που κυρίαρχα αποτυπώνεται στην ποίησή της.
Μα θα αναρωτηθεί κάποιος, υπάρχει κυρίαρχο στην Δημουλά; Έχω κάποιες αμφιβολίες. Εάν έπρεπε πάντως να εκφράσω μονολεκτικά κάποιο κυρίαρχο νήμα θα χρησιμοποιούσα την λέξη απώλεια με όλα τα συνδηλούμενά της. Θάνατος, απώλεια μνήμης, απώλεια ονείρων, απώλεια οραμάτων, απώλεια νεότητας. Είναι όλα εξακολουθητικά παρόντα στους στίχους της. Και εδώ ξεκινούν κάποια προβλήματα, τα ίδια εκείνα που αφήνουν κάποιους ψυχρούς απέναντι στην ποιητική της.
Η απώλεια είναι έννοια πρωτεύουσα στην νεοελληνική ποίηση. Δεν υπάρχει ποιητής που να μην ασχολήθηκε μαζί της και να μην προσπάθησε να αποκωδικοποιήσει το κενό της. Φυσικά δεν το κατάφερε κανείς, έννοια τόσο απόλυτη είναι αδύνατον να ερμηνευθεί. Απλώς βιώνεται. Δεν περιγράφεται απλά, δεν αναλύεται, δεν τεμαχίζεται. Είναι έννοια «θερμή» και γι’ αυτό η προσέγγισή της είναι περισσότερο επιτυχημένη όταν προέρχεται από πένα βιωματική. Ακόμη και ο Ελύτης, (μάστορας στην λεγόμενη διανοητική ποίηση) στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο θερμαίνει τον λόγο, υποκύπτει στον λυρισμό, μειώνει τις αφηρημένες έννοιες.
Το πρόβλημα με την ποίηση τής Δημουλά νομίζω πως ξεκινά όταν και η ίδια αντιλαμβάνεται την δύναμη τού γλωσσικού της ιδιώματος και την κάνει μανιέρα. Εάν για έναν ηθοποιό η μανιέρα μπορεί και να πυροδοτήσει δημιουργία, στην ποίηση η μανιέρα είναι συνήθως καταστροφική, καθώς λειτουργεί ως συνταγή για κάθε θέμα, για κάθε συναίσθημα, για κάθε περίσταση. Όσο προχωρούμε στην ανάγνωση των συλλογών τής Δημουλά με χρονολογική σειρά, τόσο αυτή η μανιέρα ισχυροποιείται – σε τέτοιον βαθμό που τελικά σε πολλά ποιήματα το περιεχόμενο υπηρετεί την φόρμα και όχι το αντίθετο.
Μία σπουδή επάνω στο καλοκαίρι, στις ανθρώπινες σχέσεις, στην απουσία έστω – εκεί ίσως η επανάληψη να μην ξενίζει και τόσο. Όταν όμως ο στίχος υπεισέρχεται σε πεδία σκοτεινά, σε κείνα τού θανάτου ή και τής απώλειας μνήμης, το διανόημα κανονικά υποχωρεί, καθώς είναι αδύνατον να εκφράσει πειστικά την οποιαδήποτε στάση, (ακόμη και την πιο απαθή), μπροστά στο κενό και στο ανύπαρκτο.
Αυτό σημαίνει πως όλοι οι ποιητές θα πρέπει να διαθέτουν την απόγνωση ενός Καρυωτάκη στον στίχο τους, την τραγικότητα ενός Παπατζώνη ή την θεατρικότητα ενός Καβάφη; Οπωσδήποτε όχι, δεν υπερασπίζομαι κάποια εκφραστική δικτατορία. Όμως με λογοπαίγνια και γλωσσικούς ακροβατισμούς και μόνον, τα κρίσιμα αυτά ζητήματα αδυνατίζουν, χλωμιάζουν και ο στίχος ομοιάζει περισσότερο δοκίμιο περί απωλείας.
Ας δούμε ένα παράδειγμα, όχι το ευτυχέστερο. Η Δημουλά γράφει το ποίημα «Ωραία ήταν λοιπόν εδώ κάτω», ο τίτλος είναι στίχος τού Φαίδρου Μπαρλά από το ποίημά του «Και πάλι». Αφιερώνει λοιπόν το ποίημα στον Μπαρλά και στο Γαλαξείδι που ήταν η αδυναμία του.
Είναι αρκετός ο αριθμός των ποιημάτων όπου η φόρμα υπερτερεί τού περιεχομένου και αυτή η ισορροπία διαταράσσεται κυρίως από το 1980 και μετά. Εάν οπωσδήποτε θα έπρεπε να επισημάνουμε μία βασική αδυναμία στο ύστερο κυρίως έργο τής Δημουλά, νομίζω πως θα ήταν αυτός ο εφησυχασμός στην επανάληψη, η καταφυγή στο στερεότυπο που ή ίδια είχε δημιουργήσει και αποτελούσε το διακριτό σημείο στην γραφή της.
Μειώνει αυτή η αδυναμία την αξία τής Δημουλά, μειώνει την δύναμη των καλών ποιημάτων που έχει γράψει; Μα δεν υπάρχει ποιητής με ισοβαρές έργο, ιδιαιτέρως σε προχωρημένη ηλικία. Αλίμονο εάν θεωρήσουμε όλους τους τόμους των απάντων τού Ρίτσου ίδιας ποιότητας. Ή τού Παλαμά. Ακόμη και τού Ελύτη ή τού Καβάφη. Υπάρχουν διακυμάνσεις, υπάρχουν μεταπτώσεις. Απλώς στην Δημουλά αυτές δεν παρατηρούνται μοναχά ανάμεσα στα διαφορετικά ποιήματα τής κάθε συλλογής, αλλά έρχονται σωρευτικά με το πέρασμα τού χρόνου.
Εάν υπάρχει ένα παράπλευρο κακό σε τούτη τη μανιέρα, είναι ο αφόρητος μιμητισμός. Η αποθέωση τής Δημουλά τα τελευταία χρόνια, (με υπερβολικές εκφράσεις και επίθετα μεγαλοσύνης), οδήγησε πολλούς στο να θεωρήσουν την ποίησή της πρότυπο ποιητικής γραφής. Η συνταγή της λοιπόν μεταφέρθηκε σε χιλιάδες ποιήματα από χιλιάδες επίδοξους ποιητές που θεώρησαν ότι εάν μετατρέψουν ένα επίθετο σε ουσιαστικό ή εφεύρουν έναν νεολογισμό, αυτομάτως γράφουν και ποίηση. Αυτά βεβαίως είναι απόνερα που ακολουθούν κάθε καλό ποιητή και κάποτε ατονούν.
Όμως, ας είμαστε δίκαιοι, ο κόσμος ακολουθεί πολλές φορές πιστά την γνώμη των “ειδικών” και οι ειδικοί στην Ελλάδα για την ποίηση είναι πολλοί, σε αντίθεση με τους αναγνώστες της και τους αγοραστές της. Η νεοελληνική κριτική “γαντζώθηκε” επάνω στην Δημουλά, καθώς ανέξοδα μπορούσε να επαινέσει, να θεοποιήσει, να διεκδικήσει ακόμη και ένα Νόμπελ που το έχει τόση ανάγκη η εθνική περηφάνια. Τα έχουμε πει κι άλλη φορά, ο νεοέλληνας λατρεύει τα σύμβολα και σιχαίνεται την ουσία που η κατανόησή της απαιτεί κόπο.
Μέσα στην σημερινή λογοτεχνική πραγματικότητα, η Δημουλά είναι καταδικασμένη σε έναν μετεωρισμό. Από την μία πλευρά, βρίσκονται εκείνοι που αντιλαμβάνονται την ποίηση ως παράθεση πρωτότυπων λέξεων και διανοημάτων, σ’ αυτούς η ικανοποίηση προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από την χρήση τής γλώσσας. Και είναι και οι άλλοι, που υποψιάζονται ένα διαφορετικό μέταλλο και στο περιεχόμενο, μία βαθύτερη αξία, αλλά δεν γνωρίζουν πως να την αποκωδικοποιήσουν, πως να φέρουν τον δύσκολο στίχο στα μέτρα τους και στην καθημερινότητά τους.
Με την έννοια αυτή η Δημουλά δεν έχει πραγματικό κοινό που να έχει αφομοιώσει την ποίησή της, να υποφέρει μαζί της, να συμπάσχει. Εάν με τους στίχους τού Καρυωτάκη νιώθουμε έστω και για λίγο το σύνολο μιάς ψυχικής απόγνωσης, (μα και διαμαρτυρίας ταυτόχρονα…), εάν με έναν Καβάφη αναπολούμε και ταυτοχρόνως διαμορφώνουμε συνείδηση, με την Δημουλά προσεγγίζουμε την ποίηση κρατώντας νυστέρι, η προσπάθειά μας από τον πρώτο στίχο είναι να κατανοήσωμε τις πυροδοτήσεις της, τον στοχασμό της, τις δοθείσες αφορμές. Μα αυτή είναι μία προσπάθεια καταδικασμένη να απομένει ψυχρή, απόμακρη, ατελής.
Ώρες-ώρες και ιδιαιτέρως στις τελευταίες συλλογές, νομίζει κανείς ότι οι λέξεις επίτηδες συστρέφονται, απομακρύνονται μεταξύ τους ακόμη κι εκείνες που θα μπορούσαν να δώσουν νόημα εξαρχής πυκνό, (δίχως αυθαίρετες αποκωδικοποιήσεις…). Έχω πλέον την εντύπωση, ότι σε αρκετά ποιήματα το πολύπλοκο επιδιώκεται και δεν προκύπτει, το δυσνόητο εκβιάζεται στην υπερβολή του, οικοδομείται λέξη την λέξη.
Γνώμη μου είναι πως η Δημουλά θεωρεί απαραίτητους κάποιους παρένθετους κώδικες, για να φέρει το ίδιο αποτέλεσμα που φέρνουν τα παράσιτα σε ένα ραδιόφωνο. Με τον ίδιο τρόπο που μία κακή λήψη σε ένα ραδιόφωνο, (γεμάτη από παράσιτα και φωνή που πότε χάνεται, πότε επανέρχεται), μάς δημιουργεί μία εικόνα απειλής, παρανομίας, σοβαρότατου διαγγέλματος που κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να διακοπεί από κατάληψη εχθρικών δυνάμεων, έτσι και η Δημουλά πιστεύει την μανιέρα της απαραίτητη, (ακόμη κι εκεί που είναι αχρείαστη), προκειμένου να δικαιώσει, (a priori), το βαθυστόχαστο τού στίχου της. Αναγνώστες, κριτικοί και εκδότες, ίσως τής εμφύτευσαν την πεποίθηση ότι δίχως την ιδιαίτερη γλώσσα της δεν είναι αναγνωρίσιμη, δεν είναι ελκυστική. Και όπως ένας ηθοποιός παγιδεύεται σε ρόλους που δεν επιθυμεί γιατί αλλιώς χάνει το κοινό του, έτσι και η Δημουλά το θεώρησε απαραίτητο από ένα σημείο και πέρα να επισφραγίζει τα ποιήματά της με κείνο που θεωρεί σήμα κατατεθέν της.
Στο σημείο αυτό μία απαραίτητη διευκρίνιση. Ας μην θεωρήσει κάποιος πως όλα τούτα σημαίνουν ότι είμαι εναντίος στην λεγόμενη δύσκολη ποίηση. Το αντίθετο. Δύσκολος πολύ είναι και ο Παπατζώνης, αλλά η δυσκολία του αποτυπώνεται με τρόπο φυσικό, ένας μυημένος στην ποίηση μπορεί έστω και με κόπο να την αποκωδικοποιήσει, να την ερμηνεύσει, (έστω και με μία δόση αυθαιρεσίας), να τιθασεύσει το ποίημα και στο τέλος να το αφομοιώσει, αν όχι τεχνικά, έστω και μόνο στα νοηματικά του. Δύσκολος είναι και ο Ελύτης με τους δικούς του κώδικες, αρκετά δύσκολος και ο Καβάφης, ο Σεφέρης και πολλοί ακόμη. Όμως στην Δημουλά έχω την αίσθηση ότι σε αρκετές περιπτώσεις, (φυσικά όχι σε όλα τα ποιήματα), η δυσκολία είναι αποτέλεσμα εργαστηρίου και επιτήδευσης.
Όλα τούτα δεν σημαίνουν σε καμία περίπτωση ότι η Δημουλά δεν είναι μία καλή ποιήτρια. Όχι βεβαίως η ποιήτρια των αστόχαστων επιθέτων, (κανείς από τους ποιητές δεν είναι…) – μεγάλη, ανυπέρβλητη, μοναδική, αξεπέραστη και άλλα παρόμοια που εν υπερβολή διαβάσαμε στους επικηδείους και στις αναρτήσεις των κοινωνικών δικτύων. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μία εξαιρετική και άξια φωνή στην νεοελληνική μας γραμματεία και η ποίησή της έχει ακόμη πολύ δρόμο για να ερμηνευθεί, να κατανοηθεί και να γενεί κτήμα ακόμη και κείνων που δεν είναι εξοικειωμένοι με την ποίηση.
Θα το πω ακόμη μία φορά – αφήστε τους ποιητικούς εμφυλίους, δεν έχουν κανένα νόημα και εάν το καλοσκεφθεί κανείς, καθρεπτίζουν μία απλή ανοησία, τίποτα παραπάνω. Αυθεντικός ερμηνευτής των ποιημάτων δεν είναι κανείς, εκφράζουμε απόψεις, κρίσεις, πάντοτε όμως με την επιφύλαξη που επιβάλλει η ολική ή μερική άγνοιά μας, πάντοτε με την ετοιμότητα ν’ ακούσωμε την άλλη άποψη, να σκεφθούμε, να στοχαστούμε διεξοδικά, να διερευνήσουμε νέους δρόμους ερμηνείας.
Κρατήστε από την Κική Δημουλά την καλή της ποίηση, τα καλά της ποιήματα είναι πολλά μέσα σε μία διαδρομή εβδομήντα ετών. Μελετήστε τα, αποπειραθείτε την ερμηνεία τους. Η μελέτη τους δεν θα σας δώσει πολλά σε τεχνική, (η Δημουλά για παράδειγμα ελάχιστα χρησιμοποιεί σημεία στίξης ή ποιητικούς κανόνες), θα σας διδάξει όμως γλώσσα, νοηματικό βάθος, ρυθμική και τρόπους να μετατρέψετε φιλολογικά ελαττώματα, (παρηχήσεις, χασμωδίες κ.ά.) σε ποιητικό πλεονέκτημα. Η έκδοση τού Ίκαρου που προανέφερα είναι μία καλή αρχή, καθώς συγκεντρώνει τις συλλογές της σε πιστή αντιγραφή εκ τού πρωτοτύπου. Ξεχάστε τα Νόμπελ, τα βραβεία, τις τιμητικές κορδέλες και τις Ακαδημίες. Η καλύτερη αναγνώριση για έναν ποιητή είναι, (κατά το Καβαφικό…), όταν ο στοχασμός του ενώνεται με τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς και τ’ αδιέξοδα τού αναγνώστη του. Και κυρίως όταν η ποίησή του μορφώνει συνειδήσεις σε προοπτική μόνιμη.
Εκείνο όμως που θα λείψει με την απώλεια τής Κικής Δημουλά (περισσότερο και από την ίδια την ποίησή της), είναι μία συγκεκριμένη αντίληψη για την λογοτεχνία και την ποίηση. Η Δημουλά, (και αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για την ευρεία αποδοχή της), έστεκε, μέσα σε μία από τις πλέον αντιποιητικές εποχές, να θυμίζει την αξία που έχει για την γλώσσα και τον πολιτισμό η καλή ποίηση. Και εάν εκείνη σε προχωρημένη ηλικία υπέκυψε, (ίσως περισσότερο από ευγένεια μικρού παιδιού και αθωότητα μιάς άλλης εποχής), στους προβολείς και τα φώτα, η ποίησή της απομένει ένας από τους τελευταίους συνδετικούς κρίκους με τον τρισδιάστατο στίχο, την βαθιά γνώση τού όλου τής γλώσσας, μια αντίληψη που δεν ευτελίζει το κείμενο με ευκολίες και προχειρότητες, αλλά βαθιά καταδύεται στην αυτεπίγνωση προτού τολμήσει να ρίξει ένα ποίημα στην πλατεία για ανάγνωση.
Ήθος, βαθιά μόρφωση, εξαντλητική ανάγνωση και πνευματικό βάθος – όλα τούτα είναι που έφυγαν μαζί της, όλα αυτά δηλαδή που από καιρό είναι ζητούμενα, καθώς από καιρό έχουν εγκαταλείψει την νεοελληνική μας γραμματεία.