Έψαξα μέσα μου. Βρήκα ένα τοστ. Ζαμπόν τυρί. Για κάτσε! Αν είναι αυτό εδώ τότε…
…η κόρη μου άνοιξε το τσαντάκι με το κολατσιό στο διάλειμμα. Βρήκε μόνο μια χαρτοπετσέτα και υπαρξιακή αγωνία.
“Θέλω να συναντήσω τον Δημιουργό μου!” αναφώνησε δραματικά. Ο διευθυντής λοιπόν με κάλεσε αμέσως. Θα περνούσα από εκεί έτσι κι αλλιώς στον δρόμο για τα ψώνια. Θα πάρω την ψωνάρα μου μαζί. Περπατούσα προς την αίθουσα αναμονής του σχολείου και φταρνιζόμουν διαρκώς.
-Αλλεργία; Με κοίταξε με αυτό το ανόητα ψευτοκαλοσυνάτο ύφος που παίρνουν οι διευθυντές σχολείων ενώ όλοι ξέρουμε τι καθίκια είναι.
“Ναι, ναι….” Ελπίζω να μην κατάλαβε ότι το πρωί είχαμε πάει κόντρα με τα παιδιά ποιος θα σνιφάρει περισσότερη πάπρικα χωρίς να ξεράσει. Ξαναφταρνίστηκα. Μια μύξα καρφώθηκε στην εικόνα της Παναγίας στον διάδρομο. Προσπάθησα να την βγάλω αλλά πασαλείφτηκε και τώρα η μητέρα του Χριστού είχε μουστάκι σαν του Χίτλερ. Έβαλα το χέρι στον ώμο της κόρης μου και ξεκινήσαμε να φύγουμε κάπως γρήγορα.
-Πάμε σπίτι μπαμπά;
“Ναι, σπίτι. Εκεί που μας περιμένει μια πλαστική σακούλα, γεμάτη με άλλες πλαστικές σακούλες. Αυτό είναι το σπίτι μας.”
Το παιδί το σκέφτηκε λίγο αλλά ευτυχώς διαβάζει ιστορίες μου κάθε τόσο οπότε το έβαλε στην κατηγορία “τα κουφά του μπαμπά”. Ένιωσα ότι είναι ώρα να κάτσουμε στο σπίτι να δουλέψουμε την προπαίδεια σήμερα. Οπότε περίμενα λίγο να μου περάσει. Δεν θυμάμαι να με βοήθησε κάποιος εμένα με την προπαίδεια. Ας την μάθει μόνη της. Δεν ζητάω πολλά. Έναν άνθρωπο να με νοιάζεται. Να με προσέχει όσο κλέβω κορόμηλα από τον γείτονα. Έναν ερωτικό τσιλιαδόρο να μοιραστώ τον φόβο του θανάτου και λίγο άγουρα φρούτα.
-Κύριε, μάλλον στον ψυχολόγο σας πρέπει να τα πείτε! Ο περιπτεράς δεν άντεξε και διαμαρτυρήθηκε. Μάλλον τον πείραξε που όσο μονολογούσα χάλαγα τις εφημερίδες με τις νευρικές κινήσεις των χεριών μου.
“Ναι, ναι, συγχώρα με. Νιώθω το κεφάλι μου ανάλαφρο και ζαλίζομαι λίγο από την δίαιτα.”
-Μπαμπά, το πρωί την ξεκίνησες την δίαιτα και δεν είναι καν 10.30 ακόμα.
“Σκάσε εσύ γιατί θα σε παρατήσω και θα υιοθετήσω το ευγενικό κοριτσάκι που ζει μέσα στο GPS.”
Με κοίταξε με παράπονο. H γλώσσα δεν έχει κόκαλα αλλά σπάει τσιπς άνετα. Αφηρημένος βγήκα στον δρόμο και με πάτησε μια Μερσεντές που περνούσε πολύ γρήγορα. Ξέχασα ότι δεν είμαι πρωταγωνιστής του έργου και κάπως έτσι ξεπαστρεύουν τους δευτερεύοντες χαρακτήρες συνήθως.