Όλοι ξέρουμε που είναι το ζουμί. Πιάνεις το Άρλεκιν και εκεί λίγο μετά τα 3/4….
«Λοιπόν, έφυγα», ανακοίνωσε ο Τζάστιν ανασηκώνοντας ελαφρά το καπέλο του να τη χαιρετήσει.
«Μια βόλτα καλπάζοντας στους αγρούς είναι η μόνη απόλαυση που χρειάζεται αυτό το θηρίο».
«Αναφέρεσαι στο άλογό σου ή στον εαυτό σου;»
«Πολύ εύστοχη ερώτηση αυτή, Τάνερ. Έτσι, ξέρω ότι δε θα σε πειράξει αν ζητήσω από τον μπάτλερ σου να μου φέρει το καλύτερο κρασί από τα κελάρια σου όσο θα περιμένω την άφιξή σας. Θα το θεωρήσω χειρονομία μεγαλοψυχίας, ένα κατά κάποιον τρόπο βραβείο παρηγοριάς εκ μέρους σου».
«Τι εννοούσε με αυτό;» ρώτησε η Λίντια καθώς το άλογο του Τζάστιν όρμησε μπροστά καλπάζοντας, φανερά ανυπόμονο να ξεμουδιάσει τα πόδια του.
«Ποιος ξέρει τι σημαίνουν όλα όσα λέει ο Τζάστιν. Κάποιες φορές νομίζω πως μιλάει μόνο και μόνο για να διασκεδάσει απολαμβάνοντας τον ήχο της ίδιας του της φωνής».
«Όχι, δεν το νομίζεις, και το ξέρεις».
Ο Τάνερ κέντρισε τα πλευρά του αλόγου του για να βρεθεί δίπλα στην Ντέιζι της Λίντια, καθώς οι τρεις άμαξες εξαφανίζονταν στην κορυφή του επόμενου λόφου. «Έχεις δίκιο, δεν το πιστεύω. Νομίζω -ή μάλλον το ξέρω- ότι ο Τζάστιν ένιωσε πως σε ερωτευόταν σιγά σιγά».
«Ω. Αυτό», αποκρίθηκε εκείνη με τη συνηθισμένη φλεγματική ψυχραιμία της. Η αντίδρασή της έκανε τον Τάνερ να γυρίσει απότομα το κεφάλι του. «Εννοείς το πώς υποκρίθηκε ότι ήθελε να μιλήσει προσωπικά με τον Ρέιφ πριν φύγουμε από το Λονδίνο; Το ήξερα ότι μας πείραζε όλους. Κανένας δεν ερωτεύεται τόσο γρήγορα».
Ο Τάνερ κάλυψε την απόσταση μεταξύ τους για να ακουμπήσει το χέρι του πάνω στο δικό της. Σοκαρισμένη και ταυτόχρονα συνεπαρμένη με την απροσδόκητη οικειότητα, η Λίντια τον κοίταξε κατάματα, βλέποντας όλο τον κόσμο να ανοίγεται μέσα στα μάτια του.
«Κι όμως, Λίντια, κάποιες φορές οι άνθρωποι ερωτεύονται τόσο γρήγορα. Κάποιες φορές, ενάντια σε κάθε λογική και την πιο ασύλληπτα καταστροφική στιγμή που θα μπορούσε να συλ-λάβει ανθρώπινος νους, το κάνουν».
Μιλούσε για την ημέρα που τους έφερε την είδηση για τον Φιτζ. Η Λίντια ένιωσε τα μάγουλά της να βάφονται κόκκινα, και δεν οφειλόταν επ’ ουδενί στον ήλιο που έλαμπε στον ουρανό τώρα.
«Σε μίσησα. Για την είδηση που έφερες. Για το ότι ήσουν ζωντανός…»
«Το ξέρω».
Η Λίντια έσκυψε το κεφάλι της για να φιλήσει τον καρπό του στο σημείο που ήταν γυμνή η επιδερμίδα του πάνω από το γάντι του.
«Ο Φιτζ ήταν πολύ έξυπνος τελικά. Δε συμφωνείς;»
«Έχεις δίκιο· νιώθω σαν να έχουμε την ευλογία του».
Η Λίντια ανοιγόκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να σταματήσει τα δάκρυά της. Όμως αυτά ήταν δάκρυα ανακούφισης και ξέπλυναν κάθε οδυνηρή αμφιβολία μέσα της ότι ίσως δε δικαιούταν τόση ευτυχία, γεννημένη από τόσο βαθιά θλίψη.
Ο Τάνερ έσφιξε την παλάμη της ενθαρρυντικά πριν την αφήσει ελεύθερη. «Αν είσαι έτοιμη να ξεκινήσουμε, υπάρχει ένα σημείο στους λόφους όπου πηγαίνω συχνά από μικρός. Θα ήθελα η πρώτη εικόνα σου από το Μάλβερν να είναι από εκεί ψηλά».
«Κι εγώ θα το ήθελα, πολύ». Σφούγγισε βιαστικά τα υγρά μάγουλά της και του χαμογέλασε. «Αλλά θυμήσου πως δεν είμαι δεινή ιππέας όπως η Νικόλ. Δεν έχει για μένα ατρόμητα άλματα πάνω από φράχτες».
Ο Τάνερ έδειξε με το χέρι του ένα μικρό μονοπάτι στα αριστερά τους και κατευθύνθηκαν προς τα κει· σε λίγη ώρα είχαν αφήσει πίσω τους την πιο φαρδιά δημοσιά. Επειδή το πατημένο χώμα ήταν ακόμη νωπό από τη βροχή, η Λίντια μπορούσε να διακρίνει τα χνάρια που είχαν αφήσει λίγα λεπτά πριν οι οπλές του αλόγου του Τζάστιν.
«Συγνώμη που θα το πω, αλλά δοξάζω τον Θεό γι’ αυτό. Ο Λουκάς απολαμβάνει το περιπετειώδες πνεύμα της αδελφής σου, αλλά, αν της έμοιαζες σε αυτό, δε θα έβρισκα ποτέ ούτε μια στιγμή ησυχίας. Θα αγωνιούσα διαρκώς για σένα, με το φόβο ότι θα σε χάσω».
Η Λίντια χαμογέλασε ενώ η καρδιά της αγαλλίαζε. Είχε νιώσει άραγε ποτέ της τέτοια ευτυχία; Τίποτα δεν τους χώριζε τώρα, τίποτα και κανένας. Καμία σκιά, κανένα εμπόδιο, αληθινό ή φανταστικό, δεν υπήρχε να υπερνικήσουν. Μπροστά τους ανοιγόταν ο δρόμος και η ζωή ολάκερη.
«Τότε, θέλεις να σου υποσχεθώ ότι θα είμαι πάντα συντηρητική και βαρετή και… προσεκτική;»
«Προσεκτική, ναι. Αλλά κάθε άλλο παρά βαρετή ή συντηρητική είσαι στα μάτια μου». Ο τρόπος που της χαμογέλασε έκανε την καρδιά της να σκιρτήσει. «Αν δε σε πειράζει, όμως μπορείς να μου το υποσχεθείς;»
«Καθόλου. Διά του παρόντος σου υπόσχομαι επίσημα να είμαι απλώς ο εαυτός μου. Ήσυχη, μελετηρή και λίγο διανοούμενη, χωρίς να τρέφω καμία επιθυμία για περιπέτειες. Λ, και προσεκτική».
«Κι εγώ υπόσχομαι να σε αγαπώ για όλες τις μέρες και όλες τις νύχτες της ζωής μας».
Η ανάσα της Λίντια κόπηκε και στράφηκε απότομα να τον κοιτάξει.
Ο Τάνερ της χαμογέλασε ντροπαλά. «Ήθελα να σου το εξομολογηθώ, τόσο καιρό τώρα. Είχα σχεδιάσει την ιδανική στιγμή στο μυαλό μου δεκάδες φορές, τον κατάλληλο χρόνο και τόπο. Και τώρα απλώς το ξεφούρνισα. Λυπάμαι».
«Εγώ όμως όχι», αποκρίθηκε εκείνη σιγανά.
Εκείνος την κοίταξε για ώρα πολλή, και μετά κατένευσε, σαν να δυσκολευόταν να μιλήσει, συγκλονισμένος.
Μα δεν μπορεί. Ήταν ο δούκας του Μάλβερν. Ένας γενναίος στρατιώτης. Πλούσιος, όμορφος, ένας πολύτιμος φίλος. Τζέντλεμαν. Αξιοσέβαστος, ένας άριστος άντρας.
Και η Λίντια τον είχε αφήσει άναυδο; Εκείνη; Πώς… Γιατί; Τι έβλεπε πάνω της αυτός ο υπέροχος άντρας που δεν είχε μπορέσει ποτέ να διακρίνει η ίδια;
Διότι όλη της τη ζωή βρισκόταν στη σκιά της Νικόλ. Κρυβόταν ηθελημένα, με ικανοποίηση, πίσω από την αδελφή της.
Αλλά ο Τάνερ την είχε δει, την είχε ανακαλύψει και την άγγιξε με έναν τρόπο που κανένας και τίποτα δεν το είχε κάνει ποτέ. Ήταν ο ήλιος που φώτιζε τη ζωή της, και ποτέ ξανά δε θα αναζητούσε την κίβδηλη ασφάλεια των σκιών.
Όλοι, συνειδητοποίησε η Λίντια με την καρδιά της να φτε-ρουγίζει, μπορούν να πετάξουν ελεύθεροι. Όλοι μπορούν να πετάξουν στα ουράνια.
«Θ’ αφήσουμε το μονοπάτι σ’ αυτό το σημείο και θα συνε-χίσουμε μέσα από τα χωράφια και τους λόφους», είπε ο Τάνερ διακόπτοντας τις σκέψεις της. «Είσαι έτοιμη;»
Η Λίντια συγκατένευσε κι έπιασε πιο γερά τα γκέμια της Ντέιζι. «Ναι, είμαι έτοιμη. Πραγματικά είμαι έτοιμη».
Ήταν αδύνατο να μιλήσουν καθώς ίππευαν τα άλογά τους, κάποιες φορές ο ένας πίσω από τον άλλον όταν το μονοπάτι στένευε ανάμεσα στα δέντρα που πλήθαιναν όσο προχωρούσαν. Πέρασαν ανάμεσα από σειρές θάμνων που χώριζαν τα σπαρμένα χωράφια, αλλά σύντομα άφησαν τους αγρούς πίσω τους κι έφτασαν στους κυματιστούς λοφίσκους, που ήταν καλυμμένοι με καταπράσινο χορτάρι και ακόμη περισσότερα δέντρα.
Η Λίντια μπορούσε να δει τις πρασινισμένες κορυφές των ψηλότερων λόφων μπροστά τους να απλώνονται δαντελωτές στον ορίζοντα, συνεχίζοντας ατέρμονα, σαν να κατέληγαν στην άκρη του κόσμου. Ο αέρας της εξοχής ήταν καθαρός και ευωδιαστός και φυσούσε ανάλαφρα πάνω στο πρόσωπό της. Παντού γύρω της έβλεπε λόφους και έδαφος που έμοιαζε ανέγγιχτο από ανθρώπινο χέρι, από οτιδήποτε άλλο εκτός από τον ήλιο και τη βροχή. Ήταν μια εικόνα που απέπνεε τόση ομορφιά και γαλήνη, ώστε την έκανε να δακρύσει.
Εκείνη τη στιγμή ο Τάνερ ύψωσε το χέρι του, κάνοντας σήμα ότι είχε έρθει η ώρα να σταματήσουν, ακριβώς πριν να φτάσουν στην κορυφή άλλου ενός χαμηλού, κυματιστού λοφίσκου.
Γλίστρησε από τη σέλα του αλόγου του και έδεσε τα γκέμια του ζώου στο κλαδί ενός κοντινού δέντρου. Μετά πλησίασε την Ντέιζι.
«Αν δε σε πειράζει, θα ήθελα να συνεχίσουμε με τα πόδια από δω και πέρα. Το Μάλβερν, το σπίτι μου, και δικό σου αν με δεχτείς, φαίνεται ολόκληρο από την άλλη πλευρά αυτού του λόφου».
Η Λίντια έγειρε πάνω του για να τη βοηθήσει να κατέβει από το άλογο· η κίνηση της ήταν τόσο φυσική τώρα πια. Δεν ένιωσε κανένα ίχνος συστολής καθώς ο Τάνερ την έπιασε από τη μέση. Καθώς την αγκάλιαζε, καθώς τη φιλούσε.
Πιασμένοι χέρι χέρι, σκαρφάλωσαν την ήπια ανηφόρα μέχρι την κορυφή του λόφου. Το μυρωδάτο, ψηλό μέχρι τα γόνατα χορτάρι χόρευε στην ανοιξιάτικη αύρα. Ο Τάνερ κινούνταν γεμάτος σιγουριά, κυρίαρχος του περιβάλλοντος του- ήταν ολοφάνερα περήφανος που της έδειχνε το σπίτι του.
Κατά παράδοξο τρόπο, η Λίντια ποτέ της δεν είχε δώσει μεγάλη σημασία στο πού θα ζούσε. Όχι πως ήθελε να ζήσει και σε τρώγλη, αλλά είτε το σπίτι της βρισκόταν στο χαριτωμένα ερειπωμένο Γουίλοουμπρουκ, όταν η μητέρα τους καταδεχόταν να έχει κοντά της τα παιδιά της, είτε ζούσε στην πολυτέλεια του Άσχερστ Χολ, δεν την ένοιαζε. Εφόσον είχε τα βιβλία της, τον κήπο της και καλή συντροφιά, πίστευε ότι θα ήταν ικανοποιημένη παντού.
Ακόμη και το Λονδίνο δεν ήταν τόσο άσχημο, επειδή πάντα υπήρχε ένα ήσυχο παράθυρο ή μια βολική κόγχη με μια πολύ-θρόνα να κουλουριαστεί, μια κουβέρτα απλωμένη στα πόδια της και με τον κόσμο των βιβλίων της στα χέρια της.
Αλλά προτιμούσε την επαρχία. Την ησυχία, τους γαλήνιους, αργούς ρυθμούς της ζωής, την οικειότητα της οικογένειας της…
«Ω». Η Λίντια σταμάτησε απότομα, προσπαθώντας να βρει την ανάσα της συγκλονισμένη, καθώς ο λόφος κατηφόριζε και το κομψοτέχνημα του Μάλβερν απλωνόταν μπροστά της στον ορίζοντα. Οι ακτίνες του ήλιου παιχνίδιζαν στο τετραώροφο οικοδόμημα με τα πλαισιωμένα με ανοιχτόγκριζη πέτρα παράθυ-. ρα, που τα χώριζαν παραστάδες σε τρία ή και τέσσερα τμήματα. Σε κάθε πλευρά του κυρίως κηρίου προεξείχε μια πτέρυγα με αψιδωτή πρόσοψη και ύψος όσο άλλοι δύο όροφοι.
Το κτίριο ήταν χτισμένο με σκούρα γκρίζα πέτρα, αλλά δε φαινόταν βαρύ, ούτε σκοτεινό, όχι με όλα αυτά τα παράθυρα. Δύο ντουζίνες καμινάδες ξεφύτρωναν κατά μήκος της στέγης, αλλά όμορφα, παραταγμένες με τάξη.
Η άμαξα του Τάνερ είχε σταματήσει στο χαλικόστρωτο μονοπάτι μπροστά στην κύρια είσοδο, μέχρι που ο οδηγός τίναξε ξανά τα γκέμια και τα άλογα ξεκίνησαν. Το όχημα πήρε μια στροφή και απομακρύνθηκε, ακολουθώντας τις δύο άλλες άμαξες που βρίσκονταν ήδη στον αυλόγυρο των στάβλων. Εκείνη και ο Τάνερ θα έφταναν τελευταίοι στο Μάλβερν.
Η Λίντια δε βιαζόταν. Θα μπορούσε να καθίσει εδώ στο λόφο για ώρες ολόκληρες, ατενίζοντας απλώς το σπίτι του Τάνερ. Το οπίτι της.
Μπορούσε να δει τους κήπους στο πίσω μέρος του οικοδομήματος με την οργιαστική βλάστηση και τα έντεχνα φυτεμένα δέντρα, και σε κάποια απόσταση τους στάβλους. Το Μάλβερν Χολ δεν ήταν χτισμένο απλώς πάνω στη γη, αλλά ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του περιβάλλοντος, φωλιασμένο στη μικρή όμορφη κοιλάδα, άνετο και προσιτό παρά το τεράστιο μέγεθος του.
Ο Τάνερ την πλησίασε από πίσω. Τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση της και ακούμπησε το σαγόνι του στο κεφάλι της. «Κοίτα καλά, αγάπη μου. Βλέπεις τα παιδιά μας να παίζουν κρυφτό στους κήπους; Μας βλέπεις να καθόμαστε στη σκιά, με το μωρό μας να γελάει στην κουβερτούλα του δίπλα μας, καθώς σου διαβάζω ένα βιβλίο;»
Η Λίντια το έβλεπε. Μπορούσε να τα δει όλα με τα μάτια της φαντασίας της. Το χείλος της άρχισε να τρέμει. «Τι μου διαβάζεις;»
«Ω, μάλιστα, όλα εξαρτώνται απ’ αυτό, σωστά;» απάντησε εκείνος με το γέλιο να αντηχεί στη φωνή του. Αλλά όταν μίλησε ξανά, η φωνή του ήταν χαμηλή, πλημμυρισμένη από συναίσθημα. «Πολύ καλά λοιπόν:
Σ’αυτό εδώ το μάγουλο, πάνω απ’άωτά τα φρύδκς τόσο απαλά, τόσο ήρεμα, και όμως τόσο εκφραστικά χαμόγελα που κατακτούν, χρώματα φλογισμένα, μιλώντας για μέρες παλιές γεμάτες καλοσύνη, ένα μυαλό γαληνεμένο με όλα αυτά, μία καρδιά που αγαπάει τόσο αθώα…»
«Λόρδος Μπάιρον. Ξέρεις όμως, έτσι νιώθω κι εγώ. Ο νους μου είναι “γαληνεμένος με όλα αυτά”». Η Λίντια αναστέναξε ευδαιμονικά. «Είναι υπέροχο. Όλα είναι υπέροχα, σαν όνειρο».
Ο Τάνερ τη γύρισε προς το μέρος του ώστε να την αντικρίζει κατάματα, με μια έκφραση τόσο ανιδιοτελούς αγάπης που, κι αν ακόμη υπήρχαν σκιές στα μάτια του, η Λίντια δεν μπορούσε να διακρίνει κάτι. Αφαίρεσε τις φουρκέτες που συγκρατούσαν το καπέλο της και το άφησε να πέσει στο έδαφος. Μετά, έκλεισε το πρόσωπό της τρυφερά ανάμεσα στις παλάμες του. «Τότε, μακάρι να μην ξυπνήσουμε ποτέ από το όνειρο…»
Τη φίλησε απαλά, τρυφερά, με κάθε φιλί του και μια υπόσχεση. Να την αγαπά. Να είναι πάντα στο πλευρό της. Πατέρας των παιδιών τους. Σύντροφός της, να μοιράζονται τα πάντα, ένας άντρας στον οποίο να βασίζεται. Χαμογελώντας της όπως κανείς άλλος. Και όλα αυτά που της υποσχόταν, εκείνη θα του
τα ανταπέδιδε στο εκατονταπλάσιο… με χαρά. Ο Τάνερ κρατούσε την καρδιά της στα χέρια του, το κορμί και την ψυχή της.
Ήταν δικός της, κι εκείνη δική του. Και το ένιωθε βαθιά σωστό μέσα της.
Αργά, γονάτισαν κι οι δυο πάνω στο ψηλό, απαλό χορτάρι. Ο ένας μες στην αγκαλιά του άλλου, με το φιλί τους να βαθαίνει και τη γλυκιά γεύση του πάθους, ριζωμένου στην αγάπη, να τους συγκλονίζει, σχεδόν να τους κατακλύζει.
Αργά, ο Τάνερ την έγειρε να ξαπλώσει ανάσκελα στο ζεστό, μυρωδάτο γρασίδι.
ΗΛίντια ανταποκρίθηκε στο άγγιγμά του, δίνοντάς του χωρίς λέξεις την άδεια να πάρει ό,τι ήθελε από εκείνη, καθώς περνούσε τα χέρια της πάνω από το κορμί του, ποθώντας να τον αγγίξει, πονώντας από λαχτάρα. Ένα κύμα αισθήσεων ακόμη πρωτόγνωρων της έκοψε την ανάσα· ο γλυκός πόνος ανάμεσα στα πόδια της την ώθησε να παραμερίσει κάθε συστολή.
Ό,τι ήθελε ποτέ της, ένας ολόκληρος κόσμος του οποίου την ύπαρξη αγνοούσε. Όλα αυτά, και ακόμη περισσότερα, τα είχε βρει στην αγκαλιά του.
Δεν υπήρχαν πια σκιές. Ο Τάνερ την είχε οδηγήσει στο ηλιό-φως. Το παρελθόν ήταν οριστικά πίσω τους, το δικό του και το δικό της. Μαζί, είχαν αναγεννηθεί. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο παρά το κοινό τους μέλλον.
Ταίριαζε μέσα της τόσο καλά, σαν να ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο. Δύο μισά που είχαν γίνει ένα μαζί.
Και μαζί σκαρφάλωσαν στα ύψη της ηδονής. Μαζί εξυψώθηκαν, μοιραζόμενοι το πάθος τους, όπως θα μοιράζονταν τα πάντα για όλες τις μέρες κι όλες τις νύχτες της υπόλοιπης ζωής τους.
Όταν τελείωσαν -όχι! Ποτέ δε θα τελείωνε, όχι για εκείνους!- ο Τάνερ φίλησε τα μαλλιά της, τα γυμνά στήθη της. Χάιδεψε απαλά την ερεθισμένη σάρκα ανάμεσα στους μηρούς της, γαληνεύοντάς τη καθώς επέστρεφε στη γη ξανά.
«Θέλω να αγγίξω κάθε εκατοστό του κορμιού σου, να σε φιλήσω και να σε γευτώ ολόκληρη», είπε σιγανά. «Να σε αγγίζω
και να βλέπω το όμορφο πρόσωπό σου καθώς βυθίζομαι αργά μέσα σου. Θέλω να νιώσω κάθε κίνησή σου, τη θέρμη σου να με περικλείει, το κορμί σου να πάλλεται καθώς με υποδέχεσαι μέσα σου. Να σου προσφέρω το είναι μου, να δημιουργήσουμε ζωή μαζί. Δεν είχα ζωή πριν από σένα, Λίντια. Ήμουν απλώς ζωντανός. Και δεν ήξερα τη διαφορά…»
Τα λόγια του, τα μάτια του που την κοιτούσαν γεμάτα ένταση, το άγγιγμά του, ο συνδυασμός όλων αυτών έκανε το κορμί της να ανταποκριθεί ξανά. Ενώ ο Τάνερ μιλούσε, είχε αρχίσει να γλιστρά τα δάχτυλά του μέσα της, και ο πόθος της ξύπνησε ξανά.
Η Λίντια πίεσε το κορμί της πάνω στην παλάμη του, με τα μάτια της καρφωμένα στο πρόσωπό του καθώς εκείνος έβρισκε τον πυρήνα της και τον χάιδευε με τον αντίχειρά του, κλέβοντάς της την ανάσα. Όλο της το είναι επικεντρώθηκε στις αισθήσεις που άνθιζαν μέσα της και την οδηγούσαν στην κορύφωση.
«Τάνερ…»
Δεν μπορούσε να συνεχίσει. Οι λέξεις που θα του αποκάλυπταν πώς ένιωθε για εκείνον δεν είχαν επινοηθεί ακόμη από τον άνθρωπο. Μπορούσε μόνο να βογκήξει πνιχτά, να πάρει κοφτές ανάσες χωρίς να κινείται. Της ήταν αδύνατο να κρατήσει ανοιχτά τα μάτια της, κι όταν τα έκλεισε, αστραπές λάμψης χόρευαν σαν ουράνιο τόξο στα κλειστά βλέφαρά της, καθώς τέντωνε το λαιμό της προς τα πίσω, κάνοντας τόξο το κορμί της, υποκύπτο-ντας στη θέλησή του.
Μη σταματάς. Μη σταματάς, ποτέ…
Βόγκηξε όταν ο Τάνερ φάνηκε να αποτραβιέται. Αλλά την πλησίασε ξανά, και τα δάχτυλά του βρίσκονταν ακόμη βαθιά μέσα της. Όμως τώρα την κάλυπτε κάτι υγρό και καυτό. Τα χάδια πάνω στην ερεθισμένη σάρκα της έγιναν πιο επιτακτικά, σχεδόν οδυνηρά μέσα στη γλυκύτητά τους.
Η Λίντια ένιωσε την καυτή ανάσα του πάνω της, τον ένιωσε να την τραβάει μέσα στο ζεστό στόμα του, το ανάλαφρο παιχνίδι της γλώσσας του.
Τότε κατάλαβε. Θέλω να αγγίξω κάθε εκατοστό του κορμιού σου, να σε φιλήσω και να σε γευτώ ολόκληρη.
Δεν ήξερε. Ποτέ της δεν το φανταζόταν. Ήταν τόσο χαμένη στις αισθήσεις που κατέκλυζαν το κορμί της, που ένιωθε λες κι επέπλεε ανάλαφρη. Όμως ήταν σωστό· το ένιωθε τόσο σωστό.
Και το χρειαζόταν, τόσο πολύ όμως…
Όσο πιο πολύ ρουφούσε εκείνος τη σάρκα της, τόσο ένιωθε η Λίντια ότι την οδηγούσε σ’ ένα πρωτόγνωρο μέρος, και ήθελε να φτάσει εκεί μαζί του. Δεν μπορούσε να μείνει παθητική, όχι περισσότερο απ’ όσο μπορούσε να σταματήσει ν’ αναπνέει.
Ακούμπησε τις φτέρνες της στο έδαφος και ανασήκωσε το σώμα της. Άρχισε να κινείται με ρυθμικές, συντονισμένες κινήσεις, κολλώντας το κορμί της πάνω στο στόμα του καθώς η γλώσσα του εξερευνούσε και ανακάλυπτε το κέντρο της λαχτάρας της, τον καυτό πυρήνα που ικέτευε για το άγγιγμά του· όλες οι αισθήσεις του κόσμου επικεντρώθηκαν εκεί, και μετά, με μια έκρηξη, απελευθερώθηκαν, συγκλονίζοντάς τη και ανταμείβοντας τις προσπάθειες εκείνου.
Προτού συνειδητοποιήσει ακόμη τι είχε συμβεί, πετώντας ανάλαφρη στα ύψη της ηδονής, ο Τάνερ τη σκέπασε ολόκληρη με το σώμα του και βυθίστηκε μέσα της· το κορμί της συ-σπάστηκε γύρω του, καλωσορίζοντας εκείνον και το σπόρο του -ώστε να ριζώσει στη μήτρα της και να ανθίσει ο καρπός του έρωτά τους…