Είναι, ξέρετε, τόσο δύσκολο να αγαπάς ένα άνθρωπο που είναι ανήμπορος να σε αγαπήσει.
Όχι να είναι ανάπηρος – να είναι ανήμπορος: αλυσοδεμένος σε μια απόσταση, σε μια σκέψη, σε μια σχέση. Να μην μπορεί – να μην γίνετε.
Και το χειρότερο; Ξέρετε ποίο είναι;
Είναι ότι εγώ είμαι αυτός – ανήμπορος να αγαπήσω.
Κρύβομαι πίσω από έναν τοίχο χτισμένος επάνω στα θεμέλια τόσων και τόσων αποτυχημένων σχέσεων – ένας τοίχος που έχει οδηγήσει με σίγουρα βήματα κάθε σχέση στο τέλος της. Και έτσι καταλήγω συγχρόνως θύτης και θύμα κι αυτή η βαθιά αίσθηση αυτολύπισης και μαζοχισμού ικανοποιείται και ο κύκλος της εσωτερικής βίας συνεχίζεται.
Πίσω απ’ αυτό το τοίχος είναι μια στάση λεωφορείου και εγώ κάθομαι εκεί και αλλάζουν γύρω μου οι εποχές: με καίει ο ήλιος του Καλοκαιριού, με τιμωρεί ο αέρας του Φθινοπώρου, με πληγώνει το κρύο του Χειμώνα και με ανασταίνει ξανά η Άνοιξη. Τα πάντα γύρω μου αλλάζουν – τόπους και τοπία, άνθρωποι και ανθρώποι. Τα πρόσωπα αλλάζουν μα οι ιστορίες μοιάζουν όλες κάπως ίδιες: σ’ αγαπώ – καληνύχτα – και να προσέχεις.
Να προσέχεις.
Δεν προσέχω. Πίνω. Πολύ. Καπνίζω. Πολύ. Τρέχω: τα κάνω όλα γρήγορα. Τρώω γρήγορα, χέζω γρήγορα, αγαπώ γρήγορα. Κάνω ότι μπορώ για να μην προσέχω μπας και με προσέξεις. Και θέλοντας σε έτσι κοντά μου, ενώ χρειάζομαι τόσο την προσοχή σου – σε διώχνω μακριά μου. Όλα αυτά πίσω από ένα τοίχος, σε ένα μέρος που οι εποχές περνάνε σα μέρες και οι ώρες σα στιγμές και φεύγουν, φεύγουν, φεύγουν έτσι οι στιγμές και καίγονται και γίνονται για λίγο αστερόσκονη.
Σε μια στάση λεωφορείου να περιμένω ένα λεωφορείο να έρθει με προορισμό το οπουδήποτε… που όμως δεν έρχεται ποτέ.
Ποτέ.
Περιμένω, και κάθομαι, και περιμένω, και δεν προσέχω και όλα γύρω μου πέφτουν και ανασταίνονται για να ξαναπέσουν σε ένα τρελό, ρυθμικό κύκλου καταστροφής και δημιουργίας, θανάτου και ζωής, ερωτα και χωρισμού, και είναι σα να βλέπεις σε μία στιγμή και την ανατολή και την δύση. Τον Ήλιο να έρχεται μα και να φεύγει – και να σε τραβάνε αυτά τα δύο άγρια άλογο σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Τέτοιος εσωτερικός διχασμός άξιας Ρωμαϊκής Αρένας. Ένας μονομάχος αλυσοδεμένος σε δύο άσπρα άλογα που καλπάζουν σε αντίθετη κατεύθυνση.
Κράτα γερά.
Κράτα γερά.
Κράτα γερά, ω γενναία μου καρδιά. Κράτα γερά κόντρα σε όλα, γιατί αν τα αφήσεις θα καταστραφείς.
Είναι πολύ δύσκολο να κάθεσαι σ’ αυτή την στάση, περιμένοντας το οτιδήποτε και να σε πάει όπου να ‘ναι και αυτό απλά να μην έρχεται. Να τρώγεσαι μέσα σου και να πονάς και όμως να πιστεύεις ακόμη στην ελπίδα ότι αυτό το λεωφορείο, που τόσο περίμενες να σε πάρει από εδώ, να σε πάρει από εδώ πίσω και να σε πάει μακριά από εδώ, κάποτε θα έρθει.
“Μην καπνίζεις τόσο. Να τρως. Να ξεκουράζεσαι που και πού. Και μην φοβάσαι – όλα θα γίνουν!”
Όλα θα γίνουν.
Θα έρθει η στιγμή που τα άλογα θα κουραστούν να τρέχουν τόσο και θα έρθουν μαζί και συμφιλιωμένα στο κέντρο, δίπλα στον μονομάχο. Έτσι πάει. Όλα περνάνε – στάλα στη στάλα. Και τα πιο όμορφα και τα πιο στενάχωρα. Καμία κατάσταση δεν κρατάει για πάντα – ούτε καν ο θάνατος.
Μου γράφεις ένα γράμμα – ακούω το στυλό να χαράζει το χαρτί. Σε βλέπω που γλείφεις αργά με την γλώσσα σου την άκρη και σφραγίζεις το γράμμα. Νιώθω την καρδιά σου να χτυπάει δυνατά όταν αφήνεις το γράμμα να πέσει στην ταχυδρομική θυρίδα. Κι αναρωτιέμαι τι θα γράφει. Τι θα μου πει.
Τι θα μου πεις.
Νιώθω σα να περιμένω για ένα λεωφορείο που δεν θα έρθει ποτέ.
Τόσο μου λείπεις.
Τόσο.
…Είναι, ξέρετε, τόσο δύσκολο να αγαπάς ένα άνθρωπο που είναι ανήμπορος να σε αγαπήσει.