Μέχρι τίς 19 ‘Οκτωβρίου τοϋ 1888 οι δρόμοι φωτίζονταν άμυδρώς άπό τά φαναράκια τοϋ γκαζιού, πού έσκόρπιζαν τίς άσημένιες τους άνταύγειες κατά τρόπο διακριτικό όσο καί ρομαντικό τριγύρω τους. Τό ϊδιο φωτιστικό μέσο, τό γκάζι δηλαδή, τό χρησιμοποιούσαν τό παλάτι καί μερικά άρχοντικά. ‘ Η μεσαία άστική τάξι χρησιμοποιούσε λάμπες πετρελαίου, πού πολλές άπ’ αύτές σήμερα κοστίζουν μιά ολόκληρη περιουσία. Κι ή λαϊκή τάξι λυχνάρια ή σπερματσέτα.
‘ Η ϊδια κατάστασι όμως μέχρι τά 1882 έπικρατοϋσε σ’ όλο τόν κόσμο. Τό σωτήριο όμως έκεινο χρόνο γιά τήν άνθρωπότητα στις ΗΠΑ ό σοφός έφευρέτης “Εντισον στηριζόμενος στήν άνακάλυψη τοϋ ” Ελληνος φιλοσόφου Θαλή τοϋ Μιλησίου γιά τίς ιδιότητες τοϋ ήλέκτρου πέτυχε γιά πρώτη φορά νά προσφέρη στόν κόσμο, βιομηχανικώς τόν άνετο, άπλετο καί άσφαλή φωτισμό του μέ τίς ήλεκτρικές λυχνίες.
Καί τά προσόντα αύτής της λάμπας: Αύτόματο άναμμα. ‘Αποφυγή των έξ άνοικτών φλογών κινδύνου. Καμμιά καϋσις οξυγόνου καί τέλος άσήμαντη άνάπτυξι θερμότητος.
Φυσικά ό ήλεκτρισμός παράλληλα, ύπήρξε καί ή κινητήριος δύναμις πλήθους βιομηχανιών, σέ τέτοιο σημείο, ώστε άλματώδη άνοδο νά έμφανίση ή παραγωγή τους.
Ή ‘Ελλάς δεν άπήλαυοε άμέσως τών πλεονεκτημάτων της επαναστατικής αύτής εφευρέσεως, πού άλλαξε άρδην τήν μορφή τοϋ κόσμου κι έπετέλεσε, σταδιακά, θαύματα στήν τεχνική του.
Στις 20 όμως ‘Οκτωβρίου τοϋ 1888, επί τή 15ετηρίδι τής Βασιλείας Γεωργίου τοϋ Α’, έγιναν τά έγκαίνια τοϋ μόλις άποπερατωθέντος -έπί σχεδίων βασικά τοϋ διασήμου Γάλλου άρχιτέκτονος Μπουλανζέ- καλλιμαρμάρου Ζαππείου Μεγάρου, πού ή δαπάνη του άνήλθε στό μυθώδες γιά τήν έποχή έκείνη ποσό τών 2.500.000 χρυσών φράγκων. Συγχρόνως έγιναν σ’ αύτό και τά έγκαίνια τών Δ’ Ολυμπίων.
Τό πρωί τής μεγάλης γιά τήν ειδυλλιακή ‘Αθήνα έκείνης ήμέρας έτελέσθη έπίσημος δοξολογία στήν Μητρόπολη παρουσία τών άειμνήστων βασιλέων Γεωργίου τοϋ Α’ και τής “Ολγας, τοϋ πρωθυπουργοϋ-άναμορφωτοϋ τής ‘ Ελλάδος Χαριλάου Τρικούπη -άργότερα οί “Ελληνες τόν κατεψήφισαν κι έφεραν στήν Βουλή τόν Γουλιμή- καί τοϋ μεγάλου έθνικοϋ εύεργέτη Κωνσταντή Ζάππα, άπό τό Λάμποβο τής Βορείου ‘Ηπείρου, πλουτήσαντος μέ τή σκληρή, όσο κι έντιμη έργασία του μέ καλλιέργεια τής γής στό Βροσθένι τής Ρουμανίας.
Κατά τήν μετάβασί του άπό τά Παληά ‘Ανάκτορα στή Μητρόπολι ό μεγάλος πρωθυπουργός τής τότε κυβερνήσεως παρέλαβε στό άπέριττο άμάξι του τόν πολιό πρεσβύτη Κ. Ζάππα, φέροντα τόν μόλις άπονεμηθέντα εις αύτόν άπό τόν “Ανακτα Μεγαλόσταυρο. Τό συγκεντρωμένο στά πεζοδρόμια άπειρο πλήθος, πού άντελήφθη ποιό πρόσωπο καθότανε δίπλα στόν Τρικούπη, προέβη σ’ αύθόρμητες όσο κι ένθουσιώδεις έκδηλώ- σεις.
Λίγο άργότερα, μετά τήν Δοξολογία, ό Γεώργιος Α’ έξήλθε στόν έπιβλητικό μαρμάρινο έξώστη τοϋ παλατιού μέ τόν Κωνσταντή Ζάππα -συγγενή τοϋ γράφοντος- μεγάλο έθνικό εύεργέτη καί έκτελεστή τής διαθήκης τοϋ πρωτεξαδέλφου του Βαγγέλη Ζάππα, κορυφαίου καί αύτοϋ εύεργέτη. Τό τί έπακολούθησε τότε είναι άπερίγραπτο. Οί μυριόστομες ζητωκραυγές έδόνουν έπί μακρόν τήν άτμόσφαιρα, ένώ ό Κωνσταντίνος Ζάππας δακρύζοντας άπό συγκίνηση έλεγε:
– Μεγαλειότατε, ή ήμέρα αύτή είναι ή εύτυχεστέρα τοϋ βίου μου!
Οι εφημερίδες της εποχής έχουν νόστιμες περιγραφές των διοργανωθέντων τότε στό Ζάππειο «Δ’ ‘ Ολυμπίων» πού ή επιτυχία τους ήτανε μεγάλη και των Εγκαινίων τοϋ Ζαππείου Μεγάρου.
Ο Σουρής έπισημαίνει φυσικά τό γεγονός καί τό σατιρίζει
«Κι έγώ πού λές έπί πολύ φυτίλι δέν θά κάψω
κι ούδέ στά εικονίσματα καντήλι δέν θ’ άνάψω
καί τρεις βραδυές στά σκοτεινά, βρέ Περικλή θα μείνω
γιατί ολίγον έλειψε θεόστραβος νά γίνω
μ’ εκείνα τά ήλεκτρικά καί τά πολλά φανάρια
πού άναβαν στό Ζάππειο καί σ’ όλα τ’ άγκωνάρια». *
‘ Η «Νέα ‘ Εφημερίς» τοϋ Λάμπρου Κορομηλα γράφει, έπίσης, χαρακτηριστικά:
«’ Η ύπό τό ήλεκτρικόν φώς έντύπωσις είναι άπερίγραπτος. ‘ Η όψις τών άντικειμένων έξιδανικεύεται. Τό καλλιτεχνικό ν, ιδία, τμήμα είναι φαντασμαγορικόν. Καί έν τώ τμήματι τών έπίπλων τό λευκόχρουν έκεΐνο φώς προσδίδει εις αύτά χαρακτήρα μυθώ- δους πολυτελείας. Α’ίσθημα δέ φαιδράς εύαρεσκείας πληροί τόν έπισκέπτην. Τό θέαμα τής ‘Εκθέσεως φωταγωγουμένης δι’ ήλεκτρικοϋ είναι τώ όντι έξαίρετον, άν δέ έκλείψωσιν, ώς έλπίζομεν, διαλείψεις τινές τοϋ φωτισμού καί προστεθή έντισιν αίθούσαις άριθμός τις λυχνιών, αί έκτής νυκτερινής έπισκέψεως τής έκθέσεως έντυπώσεις θά είναι μαγευτικοί καί άπαράμιλλοι».
*
Κι αύτά ώς πρός τήν πρώτη άθηναϊκή γεϋσι τοϋ ήλεκτρικοϋ φωτός. Λίγα λόγια τώρα γιά τήν προτελευταία βραδυνή έκδήλωσι τής ιστορικής έκείνης μέρας. Κατά τίς 10 έγινε λαμπαδηφορία. Ταύτης προηγοϋντο πενήντα περίπου έργάται τής Γαλλικής μεταλλευτικής έταιρείας τοϋ Λαυρίου, πού κρατούσαν δυό σημαίες. Μία έλληνική καί μία γαλλική ώς καί λυχνάρια άναμμένα τής έργασίας των. Τελευταία έκδήλωσι, τά πυροτεχνήματα. “Ας παραχωρήσουμε τή θέσι μας στόν Σουρή, νά μας τά περιγράψη γλαφυρά καί νόστιμα όπως πάντα:
« Οπότε δέ βρέ Περικλή, έσίμωσε τό βράδυ
έπήγα στό Πολύγωνο τρεχάτος σάν ζαρκάδι
κι είδα πυροτεχνήματα θεόρατα ν’ άνάψουν
πού νόμιζες πώς κόντευαν τόν ούρανό νά κάψουν.
Κι είδα νά καίνε κουρμαδιές, κορομηλιές καί άλλα
κι άπό ψηλά έπέφτανε κορόμηλα μεγάλα
κι ό κόσμος όλος άνοιγε τό στόμα νά τά χάψη
κι είδα τό Στέμμα μου γιά μιά στιγμή ν’ άνάψη
Κι έκάησαν τά θαυμαστά πυροτεχνήματά μας
κι εφώναζα «εύοί-εύάν» μήν κλαίτε τα λεφτά μας
και αν το ισοζύγιον ολίγον ηλαττώθη
αλλά έξεπληρώθησαν οι πρό αιώνων πόθοι!».
(Από το βιβλίο “Αθήνα και πάλι Αθήνα” του Τηλ. Γάριου)