“Επιβίωσα μια δυσκολη οικογένεια” μου είπε κι έψαξε με τα μάτια στο άδειο τραπέζι στο μπαλκόνι της, σα να είχαν πάρει ήδη τις διαθέσιμες καρέκλες τα φαντάσματα που την ταλαιπώρησαν μικρή. Η γειτόνισσα είναι μιλφάρα, χαλάλι να λέει και τέτοια καμιά φορά. Έκατσα γιατί θα είχε κι άλλο σίγουρα:
“Όταν με χτυπούσε, ήταν πραγματικά -το πίστευε- για το καλό μου. Πες ότι ήμουν λοκατζής και έπρεπε να ξέρω από βασανιστήρια, τέτοιο πράγμα.”
-Ε, με την ίδια λογική, να σε έπαιρνε από πίσω. Μη τυχόν και έρθουν πάλι οι Τούρκοι στην Ελλάδα, να είναι έτοιμος ο κώλος σου!”
Την σόκαρα. Όσο έπρεπε για να βγει από το αυταρεσκο παραμύθι της νομίζω. Για να δει αλλιώς το θέμα.
-Κι η καρδιά όταν χτυπάει, με την ίδια λογική, 60 φορές το λεπτό ζητάει επιβεβαίωση.
Είμαι ποιητής. Πάει τελείωσε.
“Καλά Αλέκο, βοήθα τώρα με το χαλί.”
Ήταν κάπως βαρύ έτσι τυλιγμένο, μάλλον δεν το είχε καθαρίσει πριν το τυλίξει. Για καφέ μου είπε να έρθω,
-Που το πάμε;
“Εδώ πιο κάτω μωρέ να το πετάξουμε κάπου;”
-Χάλασε; Λερώθηκε;
“Ναι…λερώθηκε βασικά πολύ, έχει μια μεγάλη κηλίδα που δύσκολα θα βγει τώρα. Βαριέμαι να το καθαρίζω, το είχα βαρεθεί έτσι κι αλλιώς.”
Φτάσαμε σε ένα άνοιγμα απέναντι από το σπίτι της που έχει δέντρα και θάμνους. Άρχισε με το πόδι να ανοίγει λίγο χώρο, να σκάβει στα πρόχειρα λάκκο. Βοήθησα όσο μπορούσα. Ρίξαμε το τυλιγμένο χαλί και προσπαθούσαμε με τα πόδια να το καλύψουμε σπρώχνοντας πούσια και κλαδιά
-Καλά ρε παιδάκι μου, ο άντρας σου που είναι να βοηθούσε;
“Ε, ξέρεις τώρα, ταξίδι. Όλο εξωτερικό είναι τελευταία, ποιος ξέρει πότε θα γυρίσει;”
Ακόμα κι εγώ συνέδεσα επιτέλους το παζλ και ξύπνησα.
-Είσαι…τραύλιζα από την οργή και τον φόβο μαζί… είσαι τέρας; Μ’ακούς; Τέρας;
Ούτε στη Επίδαυρο τέτοια άρθρωση και συναίσθημα. Αλλά με κοίταξε και χαμογέλασε.
“Ναι, ένα μεγάλο τέρας. Τεράστιο, φαίνομαι από μακριά. Σα φάρος, να με βλέπουν από μακριά και να φυλάγονται.”
Δεν ήξερα αν έπρεπε να την λυπηθώ ή να την θαυμάσω. Με το ίδιο δραματικό στυλ της έπιασα και τα δύο βυζιά. Δεν το περίμενε αλλά δεν αντέδρασε. Τώρα να την χαστούκισω ή να την φιλήσω; Ένιωθα την αλλεργία μου να φουντώνει γαμώτο, πάνω στην κρίσιμη φάση θα φτερνιζόμουν, το ήξερα. Γύρισα απότομα, έβγαλα από την τσέπη στρας που είχα έτοιμα και τα έβαλα στο στόμα. Το φτέρνισμα από κάτι άσχημο και ανησυχητικό λόγω πανδημίας μετατράπηκε σε μια πολύχρωμη γιορτή, ένα καρναβάλι…
“Ρε μαλάκα πως έκανες έτσι τα ρούχα μου;”
Ήξερα ότι ήμουν έτοιμος για σχέση. Μου το έλεγε καιρό τώρα η χούφτα μου που με είχε βαρεθεί μάλλον. Ή αυτό ή έχω γίνει ήδη γιατρός τόσο που έχει χειροτερεύσει ο γραφικός μου χαρακτήρας. Είναι πάντως μήνες τώρα που όποτε βλέπω έργα πολύ σκοτεινά ανησυχώ αν οι ήρωες λαμβάνουν αρκετή βιταμίνη D. Ως ώριμος ενήλικας μοιράζω τον χρόνο μου μεταξύ “ξέρω τι κάνω, να σας πω τι να κάνετε” και “δεν έχω ιδέα τι κάνω, βαρέθηκα να σκέφτομαι τι πρέπει να κάνω, κάποιος ας μου πει τι να κάνω επιτέλους!” Νιώθω ότι καταλαβαίνω όλο και καλύτερα τους ήρωες στις ταινίες που αρχίζουν από καλοί και σιγά σιγά απογοητεύονται από το σύμπαν και καταλήγουν να κατά συρροή δολοφόνοι. Πήγα και αγόρασα ποντίκι με ροδέλα γιατί βαρέθηκα όταν συμπληρώνω αιτήσεις να κατεβαίνω κάτω κάτω να βρω την χρονιά που γεννήθηκα.
Ξεκίνησε να φεύγει. Δεν είμαι από αυτούς που τρέχουν πίσω από γυναίκες σα δειλές κοτούλες. Όχι, εγώ περπάτησα.
“Τι θες Αλέκο;”
-Νιώθω ότι με ξεγέλασες έτσι που μου την έφερες για το….χαλί που ήθελε πέταμα.
“ΟΚ, και;”
Τα στήθια της χοροπηδούσαν πολύ κεφάτα καθώς με κοιτούσε στραβά, άνοιξε λίγο παραπάνω η μπλούζα για θέα σε όλη την πανέμορφη χαράδρα.
-Θέλω να κάνω κάτι να με συγχωρήσεις για το ανόητο κόλπο με το στρας.
Πήγα να ξεσκονίσω το ρούχο της σε κάποια επιλεγμένα σημεία αλλά έκανε πίσω.
“Πως σκέφτεσαι δηλαδή Αλέκο;”
-Να, μήπως σου κουρέψω τους θάμνους στον κήπο, έχουν ξεφύγει λίγο.
“Εντάξει. Με νοιάζει όσο με νοιάζει αν το αποσμητικό μου αντέχει πράγματι 12 ώρες που λέει ότι αντέχει. Κάνε ότι θες στον θάμνο.”
Επιτέλους. Ξεφύσηξα σαν τον χοντρό που μόλις παντρεύτηκε και μπορεί μετά από 3 χρόνια ραντεβού να εκπνεύσει και να φανεί η κοιλιά του ολόκληρη χωρίς να την ρουφάει. Ή τον δεύτερο πελάτη bungee jumping στον Ισθμό της Κορίνθου που λέει το πραγματικό του βάρος πριν ρυθμίσουν το σχοινί καθότι είδε τι έπαθε ο πρώτος που πήδηξε πριν.
Έπρεπε να θάψουμε τον άντρα της για να πάρω το ΟΚ να κλαδέψω για να βλέπω από την κουζίνα μου το παράθυρο του μπάνιου της.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης όταν δεν θάβει χαλιά και δεν κλαδεύει θάμνους είναι διάσημος ποιητής και συγγραφέας στο Μεξικό και τον Πόντο.