Είναι φορές που δεν ξέρεις πώς να αντιδράσεις σε ερεθίσματα, εικόνες , παραστάσεις, στα ίδια τα όνειρα σου, βρε αδερφέ.
Που καταδικασμένος στην εσωτερική σου αδιατάρακτη νηνεμία, όπως πριν την καταιγίδα, απλά περιμένεις κάτι μεγαλειώδες να συμβεί στην ζωή σου. Nα σου χτυπήσει την πόρτα η καλή σου νεράιδα – αν πιστεύεις ακόμα στα παραμύθια -, o έρωτας – αν πιστεύεις ακόμα στα παραμύθια με αγγελάκια, τόξα, βέλη και πάθη – , ίσως και ο θάνατος – αν είσαι με το ένα ποδάρι χωμένο στα χρέη της εποχής και με το άλλο στην κενή απόγνωση της παράλογης κατάστασης, που χρεώνεσαι σαν κοινός θανατοποινίτης.
Αν είσαι ακόμα αρκετά ονειροπόλος θα έχεις ήδη καταλάβει ότι η εποχή, όχι μόνον δεν το σηκώνει, αλλά πως κινδυνεύεις εσύ ο ίδιος να «σε πάρει και να σε σηκώσει» όπως έλεγαν κι οι παλιοί.
Αυτόν ακριβώς τον όρο «παλιοί» ή μάλλον, τώρα που το σκέφτομαι, την λέξη «αρχαίοι», χρησιμοποίησε μία θεία μου, κάποτε, αρχικά για να χαρακτηρίσει την μάλλον «απροσάρμοστη» ανιψιά της που είχε ξεφύγει, χάρη στον απαράμιλλο στρουθοκαμηλισμό της, από την μέγγενη της σκλαβιάς του σημερινού ανθρώπου, που γεννήθηκε με την εύκολη απάντηση στο στόμα, που ξέρει εκ των προτέρων & εκφέρει άποψη ασφαλώς επί παντός επιστητού, που θυμάται πάντα αυτό που τον βολεύει και λησμονεί αυτό που τον θίγει ή που τον ελέγχει, που βολεύεται αλλά δεν βολεύει τον άλλον, που αερολογεί ευχαρίστως για τα εκτός του οίκου του και κλείνει τα μάτια σε ότι γίνεται ακριβώς μπροστά του. Που χορεύει στα μπουζούκια με δανεικά και που ταξιδεύει με διακοποδάνειο. Που ψωνίζει με υπερχρεωμένες κάρτες για να είναι σικ και in και που κάνει καμάκι στην αυτάρεσκη κοπέλα που ψάχνει για επιβεβαίωση μέσα από μία βόλτα με το ακριβό αμάξι του φιρμάτου ραφιναρισμένου δήθεν εραστή, ο οποίος με τη σειρά του μαρσάρει στα φανάρια με πάντα τη μουσική στο τέρμα. Θες κι άλλα; Αν ναι, βλέπε στο λεξικό: ΝΕΟΕΛΛΗΝ.
Αλλά φυσικά όταν η θεία μου έλεγε «αρχαία», εμέ την ταπεινή αφεντιά μου, βλέπεις δεν ένιωθα, πόσο πολύ θα πρέπει να με αγαπούσε η καλή μου ή ίσως εκείνη έλπιζε πως είχα ανοσία στην εκφυλιστική αρρώστια, που μας κατέτρωγε τα τελευταία χρόνια της μεταπολίτευσης το γενετικό μας μεδούλι.
Αχ βρε θεία μου, έρευνες επί ερευνών, ιστορικοί, βιολόγοι, κοινωνικοί ανθρωπολόγοι, εθνολόγοι και βάλε, βάλθηκαν να μας αποδείξουν, ότι ναι καταγόμαστε από τους αρχαίους έλληνες. Ωστόσο, πολύ νερό κύλησε από τότε. Πολλοί λαοί κυλίστηκαν μαζί μας στις λάσπες της ιστορίας: Ενετοί, Φράγκοι, Σέρβοι, Τούρκοι δώσανε και πήρανε το γενετικό τους υλικό. Τελικά, ναι, το πιστεύω και εγώ δεν είμαι όπως λένε απευθείας απόγονος της αγνής, αρείας, δωρικής (ως ηπειρώτισσα) φυλής μου.
Εντάξει, το πήραμε το μήνυμα και το πήγαμε και παραπέρα αν θες. Σαν καλοί μαθητές πράξαμε ανάλογα, όχι φυσικά σαν αρχαίοι αλλά σαν νεοέλληνες .
Κάπως έτσι το κάδρο της Νέας Ελληνικής Ιστορίας αποκαθηλώθηκε από τα Υψηλά του Στερεότυπα για να γίνει χίλια μικρά κομμάτια στην μικρή ελληνική ψυχή μου.
Η μικρή μας Ιστορία μου θυμίζει γυναίκα που περιμένει τον άντρα της στον σταθμό του τρένου, όμως αυτός διεφθαρμένος από το εύκολο κέρδος και τις ευτελείς ηδονές, γίνεται ο πολιτειακός της δυνάστης και την βασανίζει με το να μην έρχεται ποτέ στο ραντεβού ο ίδιος, αλλά σαδιστικά στέλνει άλλους ψευτοσωτήρες λέγοντας της πως είναι ΑΥΤΟΣ, ο ΕΝΑΣ…
Βλέπεις κάπως έτσι ήρθε ο σοσιαλισμός, μετά ο νεοφιλελευθερισμός, εναλλασσόμενοι, συμπράξανε μαθηματικώς και κυριολεκτικώς και γίνανε ένας ακόμα «ΙΣΜΟΣ», που τελικά παντρεύτηκαν ξεδιάντροπα μπροστά στα αγνά, όμορφα, γεμάτα μνήμες μάτια της και γίναν ένα.
Η δε σκυταλοδρομία των χρυσοφτέρουγων αητών της «ψωροκώσταινας», λίγο πριν πετάξουν τα λαμέ φτερά τους, δείξουν τα δόντια τους όπως κάθε τυπικό σκυλολόι και φάνε τις σάρκες μας, έκανε την δουλειά του πάνω μου καλύτερα από οποιοδήποτε ιαπωνικό εγχειρίδιο για «γρήγορο χαρακίρι».
Βεβαίως ακούγεται λίγο ως πολύ μακάβρια σκληρό το σχόλιο για τους χορτασμένους ταγούς μας, που κανιβαλίζουν καθημερινά πάνω στα τελευταία ψίχουλα αξιοπρέπειας και λογικής αυτοκυριαρχίας ενός λαού που μόνον αθώος δεν είναι.
Δυστυχώς, κάποιοι βρέθηκαν μέσα στο βαγόνι της εξελικτικής διαδικασίας, που μετέτρεψε το νεοέλληνα σε λαμογ-έλληνα και αυτό ήταν κομψά, μαγκιά, ενώ κάποιοι άλλοι, σαν εμένα, οι σιωπηλά συνένοχοι, κοιτούσαμε χάσκοντας το βαγόνι, να τρέχει σε άγνωστη κατεύθυνση, απλώς αμέτοχοι.
Και τώρα που το τρένο οδεύει στον γκρεμό, όπως μας ενημερώνουν καθημερινώς οι τηλεοπτικές και άλλες Κασσάνδρες, μου γεννιέται η απορία και, ναι λοιπόν, θα ρωτήσω την αποθνήσκουσα δυστυχώς θεία μου.
«Θειούλα μου γλυκιά, από εκεί που βρίσκεσαι πες μου σε παρακαλώ πολύ. Ακόμα πιστεύεις πως είμαι τόσο πολύ «αρχαία», ή απλώς πολύ «νέα» για να καταλάβω πως όλα αυτά τα παράλογα που ζούμε δεν είναι θέμα παγκόσμιας και εγχώριας μακιαβελικής συνωμοσίας, αλλά απλά θέμα παραφύση συνουσίας ανάμεσα σε εμάς τους λοβοτομημένους, αγράμματους, επικίνδυνα ημιμαθείς νεοέλληνες ολκής με έντονες τάσεις αυτοκαταστροφής;»