Ανέκαθεν πίστευε ότι το κακό µάτι – mal occhio – υπάρχει στ’ αλήθεια. Απλώς, η σύγχρονη δυτική κουλτούρα έχει καταστείλει σε τέτοιο βαθµό όλη τη γνώση γύρω από αυτό, που τα αποτελέσµατά του µας καταβάλλουν. Άλλωστε, οι δύο µεταχριστιανικές ιδεολογίες, καπιταλισµός και κοµουνισµός, είχαν – και εξακολουθούν να έχουν – ως βασικό τους «καύσιµο» τον φθόνο. Ο φθόνος αποτελούσε από πάντα γνώρισµα «επιβίωσης» για τα συστήµατα αυτά ή, µάλλον, οικονοµικό γνώρισµα …
Προχωρούσε στον πολυσύχναστο κεντρικό δρόµο της πόλης και σκεφτόταν ότι οι άνθρωποι δεν έχουνε καµιά άµυνα ενάντια στο κακό µάτι, επειδή ολόκληρη η κοινωνική ηθική έχει τις ρίζες της στο φθόνο. «Τουλάχιστον, οι Ασιάτες έχουν και τα φυλαχτά τους!», µονολόγησε από µέσα του. «Ενώ εµείς; Εµείς οι άνθρωποι της Λογικής;». Η δεκαετία του ΄80 δεν ήταν η δεκαετία της απληστίας, αλλά του φθόνου. Οι µειοψηφίες ζήλευαν την πλειοψηφία, οι φτωχοί τους πλούσιους, οι εθισµένοι τους υγιείς, οι γυναίκες τους άντρες, οι µαύροι τους λευκούς, αλλά και οι πλούσιοι ζήλευαν τους φτωχούς για την ανεµελιά τους, οι υγιείς ζήλευαν τους εθισµένους για τις απολαύσεις τους, οι άντρες τις γυναίκες, όπως πάντα, οι λευκοί τους µαύρους για την ζωντανή κουλτούρα τους.
Κάποτε ένας φίλος του, ψυχίατρος, του είχε πει ότι το αντίθετο του βλέµµατος της αγάπης δεν είναι το βλέµµα του µίσους, αλλά αυτό του φθόνου, της παθητικότητας, το βλέµµα που δίχως ζωή µέσα του έλκεται σαν βαµπίρ από τις ζωές των άλλων. Μια στείρα γυναίκα βλέπει ένα όµορφο νεογέννητο µωρό, το υµνεί στους ουρανούς, αλλά τα λόγια της εννοούν το αντίθετο από αυτό που λένε. ∆ίχως και η ίδια να το γνωρίζει, το προσηλωµένο βλέµµα της διεισδύει στην αύρα του βρέφους. Στο τέλος της µικρής αυτής διάλεξης που είχε δώσει µπροστά του, αναφέρθηκε και στη γλώσσα του σώµατος, λέγοντας πως εκλαµβάνουµε το σώµα µας ως αδυναµία και δεν υποψιαζόµαστε την ισχύ του, τη δύναµή του να ελκύει τον έρωτα ή να προκαλεί την ασθένεια – ακόµα και τον θάνατο …
«Ευνοϊκά µέτρα για µισθωτούς και συνταξιούχους, επιχειρήσεις … »
Πλησίασε την εφηµερίδα που κρεµόταν από ένα µανταλάκι στο περίπτερο και έριξε µια γρήγορη µατιά στους κύριους τίτλους: «Συγκλονίζει το βίντεο της φρίκης» «Πρόγραµµα ΄΄∆ικαιώµατα του ανθρώπου, διεθνή και εσωτερική έννοµη τάξη΄΄» «Στους 19 οι νεκροί από την πυρκαγιά στο ορυχείο» «Προβληµατισµοί για την πορεία της ρουµανικής οικονοµίας» «Σύντοµα η απόφαση για την τύχη των δύο Γάλλων δηµοσιογράφων»
Ο περιπτεράς τού χαµογέλασε, καληµερίζοντάς τον πρώτος, µολονότι εκείνος, µετά από µια µικρή αµφιταλάντευση, αποφάσισε στο τέλος να αποχωρήσει από τον «Ναό του Τύπου», χωρίς να «αποσπάσει» τίποτα από τους «θησαυρούς» του. Αυτό που του έκανε, όµως, την µεγαλύτερη εντύπωση ήταν ότι ο γηραιός αυτός άντρας δεν άλλαξε καθόλου τη συµπεριφορά του απέναντί του, όπως είθισται να κάνουν γενικώς οι πωλητές, όταν αντιλαµβάνονται ότι τα προϊόντα τους δεν ελκύουν τους αγοραστές. Αντιθέτως, τον χαιρέτησε ξανά αυτός πρώτος µε ένα πολύ θερµό και πλατύ χαµόγελο, συνοδευµένο και από την φράση: «Να πας στο καλό, παλικάρι µου!», πριν καλά-καλά εκείνος προλάβει να αρθρώσει µια λέξη!
Ναι! Αυτό αποτελούσε πλέον γεγονός αδιαµφισβήτητο! ∆εν ήταν ένα τυχαίο µεµονωµένο περιστατικό, αλλά η ίδια η αλήθεια! Γεννούσε έντονα τη συµπάθεια των ανθρώπων, ακόµη και όταν δεν έκανε τίποτα ο ίδιος του για να την αποκτήσει! Οι άνθρωποι, οποιουδήποτε φύλου και ηλικίας, αρέσκονταν να τον κοιτάζουν και να του χαµογελούν εγκάρδια! Ήταν πια αδύνατον να µπει κάπου, σε κάποια αίθουσα, σε κάποιο γραφείο, σε κάποιο χώρο και να µην πέσουν όλα τα βλέµµατα επάνω του! ∆εν ήταν, όµως, βλέµµατα φθόνου – κάθε άλλο! ∆εν ήταν παράξενο αυτό; ∆εν ερχόταν σε πλήρη αντίθεση µε όσα σκεφτόταν τόση ώρα, προχωρώντας; …
Από το τζάµι της βιτρίνας ενός καταστήµατος υποδηµάτων, κοίταξε το είδωλό του. Η εµφάνισή του πάντα η ίδια. Λες και είχε σταµατήσει στην ηλικία των είκοσι ετών, ενώ, πριν από λίγες ηµέρες, είχε µπει δυναµικά πια στα τριάντα και κάτι χρόνια της ζωής του. Όχι! Όχι! ∆εν ήταν αποτέλεσµα ναρκισσισµού αυτό που έβλεπε! Αυτή η ψηλή, λεπτή και ευχάριστη εµφάνισή του. Αυτό το γοητευτικό χαµόγελό του! Αυτά τα όµορφα γλυκά του µάτια, που µέσα τους έβρισκε «καταφυγή» όλη η καλοσύνη, η αγάπη και το ενδιαφέρον για τους άλλους! Και να ήταν µόνο αυτά! …
Πήρε µια βαθιά αναπνοή και συνέχισε να κοιτάζει τον εαυτό του στο τζάµι της βιτρίνας. Ήταν, επιπλέον, ένας εξαιρετικός γλωσσολόγος! Μιλούσε, χωρίς το παραµικρό ίχνος ξενικής προφοράς, τα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και γερµανικά. Επίσης, είχε φοβερό ταλέντο στη µουσική, ενώ οι αποδόσεις του στο πιάνο προκαλούσαν τα ενθουσιώδη χειροκροτήµατα, κάθε φορά που τα λεπτά µακριά του δάχτυλα άγγιζαν αισθαντικά τα πλήκτρα. Η δυνατότητά του να αυτοσχεδιάζει είχε εντυπωσιάσει όλους τους δασκάλους του στο ωδείο. Η καλλιτεχνική του φύση, όµως, δεν εξαντλούνταν µόνο στη µουσική, αλλά προχωρούσε και στον χώρο της ζωγραφικής. Έκρυβε µέσα του µια εκπληκτική ικανότητα να αναπαράγει στον καµβά την αληθινή λάµψη των πολύτιµων λίθων, και αυτό τον καθιστούσε ζωγράφο σπάνιας ικανότητας. Η µαεστρία µε την οποία χρησιµοποιούσε ταυτόχρονα και τα δυο του χέρια ήταν πηγή θαυµασµού για όσους τον γνώριζαν. Μπορούσε να γράφει ένα ποίηµα µε το ένα χέρι, την ίδια στιγµή που µε το άλλο ολοκλήρωνε ένα υπηρεσιακό έγγραφο. Ο µπρούντζος στα χέρια του γινότανε χρυσάφι και η πέτρα διαµάντι! Η γοητευτική του προσωπικότητα ήταν τέτοια που τον έκανε ευπρόσδεκτο σε κάθε σπίτι και όλοι ήθελαν διακαώς να τον φιλοξενήσουν. Στα φιλικά τραπέζια, η «δηµοτικότητά» του οφείλονταν στην δεινότητά του σαν αφηγητή, στην οικειότητα που αµέσως δηµιουργούσε σε όποιον βρίσκονταν κοντά του. Μιλούσε µε έντονα συναισθήµατα για γεγονότα που είχαν συµβεί εκατοντάδες χρόνια πριν, κάτι που έδινε την εντύπωση ότι ο ίδιος ήταν παρών. Ήταν λες και δεν είχε γεννηθεί ποτέ, δεν θα πέθαινε ποτέ και, ωστόσο, ήξερε τα πάντα!
Έµοιαζε µε ένα αστέρι που, όσο πιο σκοτεινός ήταν ο «ουρανός», τόσο περισσότερο εκείνο «έλαµπε». Και ήταν, πράγµατι, µεγάλο το «σκοτάδι» του ευρωπαϊκού στερεώµατος, σε αντίθεση µε τη δική του τροµερή «λαµπρότητα». Παρόλη, όµως, τη «µυστηριώδη λάµψη» του, η «ανωνυµία» ήταν το σύνθηµά του. Ενώ είχε µάθει να γνωρίζει όλους τους ανθρώπους, ο ίδιος κρατούσε τον εαυτό του άγνωστο σε όλους. Αυτό, βέβαια, δεν σήµαινε ότι κρατούσε απόσταση από τον κόσµο – κάθε άλλο! Ανακατεύονταν ελεύθερα µε όλες τις κατηγορίες ανθρώπων, υποβάλλοντας τον εαυτό του σε όλες τις συνηθισµένες υποχρεώσεις της ζωής και υπακούοντας τους νόµους. Η µόνη µυστικότητά του αφορούσε την ασυνήθιστη γνώση του και τις δυνάµεις του. Αλλά και αυτό το έκανε από ταπεινότητα, έλλειψη διάθεσης αυτοπροβολής και υπεροψίας. Σε όλα τα πρόσωπα και τα πράγµατα αναζητούσε την πνευµατική τους ουσία, τη φλόγα, τη φωτιά που έκρυβαν µέσα τους. Αυτή τη τελειότερη και ανόθευτη αντανάκλαση που δίνει ζωή ή οδηγεί στο θάνατο τον κάθε άνθρωπο και το κάθε υλικό σώµα. Αυτός, λοιπόν, ο «σπινθήρας της ζωής» των άλλων, έµοιαζε να είναι το «ελιξίριο» της δικής του νιότης, του ακατάπαυστου ενθουσιασµού του και της ακαταπόνητης θέλησής του.
Ελένη Σεμερτζίδου – Ο ροδόσταυρος
Εδώ δικά μου άρθρα για το ξεμάτιασμα και τα σχετικά στατιστικά τι μου αποκάλυψαν, εδώ μια αστεία αληθινή ιστορία σχετικά.