Η Σαββατογεννημένη, έκδοσης του 2005 που ταξίδεψε πάνω-κάτω στην Ελλάδα, πέρασε από πολλά σπίτια -του δικού μου
συμπεριλαμβανομένου- σχεδόν λαθραία και ξεχάστηκε ή βιαστικά εγκαταλείφθηκε στης Κατερίνας, όπου ξανάρθε στα χέρια μου.
Θαμπό και πολυχρονισμένο εξώφυλλο.
Πρώτη σελίδα, πρώτη πρόταση και αδέξια υπογραμμισμένη με μπλε στυλό. “Ο μεγάλος έρωτας ακολουθεί μεγάλες περιόδους μοναξιάς”.
Ξεφυλλίζοντάς το, κι άλλες τρεμουλιαστές, θρασύτατες, μπλε γραμμές, κάτω από τους μαύρους χαρακτήρες.
Παράγραφοι ή μερικές λέξεις μόνο. Λες και το υπόλοιπο είναι παραπανίσιο.
Δυο μάτια να καθοδηγούν το χέρι που θα υπογραμμίσουν τα λόγια της Μαλβίνας, να πασχίζουν να τακτοποιήσουν τις σκέψεις της σε ένα μονόχωρο, ξένο μυαλό, να χάνονται στο μέτρημα των περιόδων μοναξιάς, να γίνονται ένα με την ανία, το μούδιασμα της απραξίας.
Η εμμονή του μεγάλου έρωτα να αποκτά πληθυντικό. Συνταγές για ευτυχισμένη ζωή, με επιτυχία, πάθη, που αποδεικνύονται λάθος επιλογές και συνεχείς ανατροπές.
Αγωνία και περισσότερες άτσαλες προσπάθειες, να μη χαθούν τα πιο σημαντικά. Όπως όταν ήμασταν στο σχολείο που βαριεστημένα ακολουθούσαμε τις προτροπές του καθηγητή, μουτζουρώναμε το ταλαιπωρημένο μας βιβλίο, γράφοντας στο περιθώριο “S.O.S”.
Παπαγαλίζαμε, περνούσαμε την τάξη με μηδενική γνώση, έχοντας όμως τα τυπικά διαπιστευτήρια, αφού είπαμε αυτά που ήθελαν να ακούσουν. Αρκεί να αποκτήσουμε ένα βολικό κοινό συμμάχων, εξίσου επικίνδυνα ημιμαθών.
Ο καιρός πέρασε και ισούται με το διάστημα της τελευταίας μετακόμισης της Σαββατογεννημένης με τα “S.O.S.” για τα πριν και τα μετά.
Ένοιωσα οίκτο, ενώ εθιμοτυπικά έβρισα, όταν έμαθα πού ανήκε αρχικά. Το καταργηθέν σήμα κινδύνου ζωής, τώρα απέκτησε δεύτερη, υστερόβουλη ανάγνωση.
Τα υπογραμμισμένα αποσπάσματα, έγιναν πανό, που δια της βίας τραβούσαν τη ματιά, εκεί που στόχευαν να αποπλανήσουν τη σκέψη: κοίτα, έχω ζωή.
Κλεμμένες αράδες που διαφήμιζαν ένα ελάχιστο εγώ, με δυσανάλογες επιθυμίες.
Μια τραγική καρικατούρα της Κάραλη, ένα ούτε καν μικροαστικό κακέκτυπο, να φτιασιδώνει την υπέρτατη μιζέρια.
Tο τότε και οι άσχημες παρενέργειες του τώρα.
Η Μαλβίνα είχε τα περιθώριά της στον ανόητο τόπο της δανεικής αφθονίας. Ήταν πολλά μυαλά μπροστά.
Είχε το ζηλευτό τρόπο ζωής που κουρέλιασες με το φτηνό καρμπόν, σαν τα ρετάλια της προαναγγελθείσας Sex and the City.
Mεγαλοαστή με το B & O της, που αμφιβάλω κι αν το χάζεψες στη βιτρίνα της αντιπροσωπείας.
Την ίνοξ κουζίνα της να κάνει τις μαγειρικές της, δεκαετία ολόκληρη και βάλε, πριν το σύμπαν μαζί κι εσύ, με πλήρη αποτυχία, αποφασίσετε να γίνετε γκουρμέ σεφ, με υλικά από ευκαιριακούς χορηγούς.
Δημοσιοποίηση της ιδιωτικής ζωής, για την αυθαίρετη απενεχοποίηση άνευ όρων και πέραν ακόμη και των δικών σου ορίων, αφήνοντας πίσω τα σβησμένα πάθη.
Δρομολόγια νυχτερινά που τερματίζουν νομοτελειακά στις καυτές νύχτες, με την ανυπόφορη μυρωδιά του εμετού, τον ίλιγγο των τύψεων. Και ύστερα υποχώρηση ή έκθεση, υπερβολική.
Δεν είναι η ώρα για πόζες και απαγγελία όσων αποστήθισες. Προηγείται η επιβίωση, όπως-όπως.
Άρνηση ως όρος ιατρικής. Πίσω, πάνω στην πλάτη τα συμπλέγματα και καμιά φορά ανασύρεις τις συμβουλές, που δίνουν άλλοθι, στη δική σου αδιαφορία.
Που ακόμη δεν αντιλαμβάνεσαι, πώς από αυτήν ακριβώς σκόπευαν να σε προστατέψουν, καθώς επίσης και τους άλλους από το μοχθηρό σου εαυτό.
Η μέση να λυγίζει, χαρακτηριστικά να παραμορφώνονται, με την ψευδαίσθηση πως όταν -νόμισες- ξανασηκώθηκες, δεν διακρίνονται οι πληγές της πτώσης.
Περηφανεύεσαι όμως για αυτές, τις επιδεικνύεις, για μια λύπηση που δεν την αξίζεις.
Τέλος του βιβλίου, η Μαλβίνα σοφή, έφυγε νωρίς, πριν μας δοθεί η ευκαιρία να την απομυθοποιήσουμε κάνοντας την κομμάτια, κατά τον ίδιο τρόπο που τώρα κουρελιάζουμε όλους της ίδιας κλάσης με τη Hostess.
Μας έκλεισε το μάτι, σήκωσε -έτσι όπως το είχε συνήθειο- το χέρι και μας χαιρέτησε, αφήνοντας πίσω ανθρωπάκια χαμένα, που δεν κατέχουν πώς να υπογραμμίσουν την αξιοπρέπεια της αναχώρησης.