Είμαι μια παντρεμένη μικροαστή, θέλω να έρθω στην εκδήλωση με το LSD στον Μαραθώνα για τον Κύριο Πανούση,
αλλά ψάχνω κάποιον να έρθει σπίτι μου να βγάλει από τις σφιχτά κλειστές χούφτες μου τα απομεινάρια των μελομακάρονων που έφτιαξα τα Χριστούγεννα. Ζω στην εποχή που μπορούμε να πλακωθούμε στα σχόλια ανάρτησης στη σελίδα “μαλακισμένες ελληνίδες μαμάδες” για το αν είναι ή δεν είναι ανώμαλη η Κάτια από το Κιάτο που θηλάζει ακόμα τον γιό της στο Γυμνάσιο. Δεν διευκρίνισε αν είναι πεοθηλασμός, ίσως καλύτερα ίσως χειρότερα ίσως ποινικά κολάσιμο. Το αγαπημένο μου χρώμα ήταν το μπορντό ή μπωρντό, τελοσπάντων τελικά το αγαπημένο μου χρώμα είναι το μπλε που ξέρω πως γράφεται και γράφω το “γραφεται” με “αι” γιατί αντίθετα με τον πρωθυπουργό μας, ξέρω ορθογραφία καλύτερη από τα παιδιά μου τουλάχιστον. Μου λέει ο άντρας μου τρυφερά “ξέρω πως ήθελες πολύ παιδιά” και του απαντάω “ναι μαλάκα και ξέρεις ότι τώρα που τα κάναμε πρέπει να τα κρατήσουμε, έτσι;” γιατί η Ελλάδα της κρίσης είναι ζόρικη και χωρίς Πανούση δεν βγαίνει εύκολα η μέρα, εγώ ήθελα πλαστική στα βυζιά και στα χείλη, μου δίνει μια γερή μπουνιά στη μούρη ο άντρας μου και τα χείλη πες ΟΚ, κάτι έγινε αλλά με τα βυζιά δεν βγάζω άκρη. Χρειάζομαι λεφτά.
Λέω να πουλάω συναγερμούς σπιτιών. Θα πηγαίνω πόρτα πόρτα και όποιος λείπει από το σπίτι θα του αφήνω προσπέκτους. Κάτω από το μαξιλάρι του. Νομίζω θα πουλήσω καλύτερα έτσι. Μιλάω πολύ, γράφω γρήγορα. Στο facebook όλες μου οι φίλες γκρινιάζουν που γράφω κατεβατά στο άψε σβήσε. Έπρεπε να γίνω βιβλιοθηκάριος γιατί μου αρέσει να λέω στον κόσμο να το βουλώσει. Αν ζούσε ο Πανούσης ίσως να έκανε ενδιαφέρον αυτό το κατεβατό με μουσική υπόκρουση και λίγο πιο πολύ πολιτική. Μου λείπεις ρε Τζιμάρα, ήσουν σέξυ με έναν τρόπο άπιαστο. Όταν ήμουν μικρή έλεγα άντε να μεγαλώσω να αγοράζω ουίσκυ να μεθύσω και τώρα που μεγάλωσα λέω άντε να ζητήσουν τα παιδιά kinder να έχω άλλοθι να πάρω μια ντουζίνα. Μου λείπει το χύμα σου ρε Τζίμη, σαν να λέμε “φτιάξε ένα Χριστουγεννιάτικο”, έτσι, επιτόπου, στο πόδι και να λες “ρα πα πα παμ” και πάμε να το κάνουμε σουξέ και δεν πάμε ποτέ Νο1 γιατί δεν ήσουν για Νο1 συμβατικό, ήσουν Νο 0 ρε μαλάκα, δεν θα διαβάζω ειδήσεις αν είναι να μαθαίνω τέτοια, σαν τους άλλους στις ταινίες που μπαίνει η μουσική η βαριά και χτυπάει το τηλέφωνο μια, χτυπάει δυο και όλο το σινεμά φωνάζει “μην το σηκώσεις ρε!” και αρχικά λες δεν θα το σηκώσει αλλά όλο χτυπάει το μαλακιστήρι, τι σκατά, εμένα στα έξι χτυπήματα κλείνει μόνο του, σε στέλνει στον τηλεφωνητή φρομ χελ, αλλά οοοοόχι εκεί το Χολιγουντοτιλέφωνο βαράει με τις ώρες και στο τέλος πάει και το σηκώνει ο ήρωας και….
…η συνέχεια στις οθόνες σας. Θα μας λείψεις Τζιμάρα. Όπως θα μας έλειπε το κινητό μας αν το αφήναμε κατά λάθος μια μέρα στο γυμναστήριο και δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε να το πάρουμε επειδή δεν πάμε γυμναστήριο, απλά φοράμε ριγέ φόρμα 70s με την κοιλιά απέξω σαν κι εσένα. Νταξ’ καλός ήσουν αλλά πιο πολύ με εντυπωσιάζει που αν μπω στο plaisio.gr ξέρει μέχρι τι ώρα μπορεί να μου φέρει καινούργιο εκτυπωτή. “Αν το παραγγείλεις ως τις 13.40 θα το έχεις αύριο!” σου λέει, εγώ δεν θέλω καν εκτυπωτή αλλά όσο να’ναι το σκέφτομαι τώρα. Ήσουν μαχητής του φωτός Πανούση. Σαν γουέστερν κλασσικό, θα μονομαχούσες το χάραμα μέχρι θανάτου και αν δεν χτυπούσε το ξυπνητήρι σου, ε, ας πολεμήσει ο άλλος μόνος του μέχρι θανάτου.
Με αγάπη, ο φίλος σου ο Αλέκος
(O Αλέκος Γκονζαλεζίδης ήταν ο Πανούσης. Ή τουλάχιστον έτσι έλεγε για να ρίξει γκόμενες στο Μεξικό που δεν ήξεραν τον Πανούση και τώρα που πέθανε ο Πανούσης θα πρέπει να βρει άλλο ίνδαλμα για πήδημα. Εννοώ για να πηδάει τις άλλες, όχι το ίνδαλμα. Εκτός όταν τον παίζει, τότε πηδάει το ίνδαλμά του ίσως, εξαρτάται, αυτό το κείμενο για αυτό είναι στην κατηγορία “Φιλοσοφικά”)