Εγώ το πρότεινα. Να το γιορτάσουμε ρε φιλενάδα. Έφερα ένα κομμένο βαρέλι που μπάνιζα καιρό σε ένα οικόπεδο κοντά στο σπίτι μου και το έβαλα στη μέση του κήπου. Τελετουργικά στο κέντρο του κήπου σου. Ήταν ήδη φρεσκοβαμμένο ευτυχώς το βαρέλι, ταίριαξε με το γκαζόν το χρώμα. Το άδειασα πριν το φορτώσω στο αμάξι. Στον πάτο ακούμπησα δυο τούβλα. Και το εορταστικό σουτιέν.
Μαζευτήκαμε γύρω όλοι που σε αγαπάμε. Αγόρασα δαυλό από το Jumbo, σαν τελετή αφής στους Ολυμπιακούς ήρθε κι ο Κωστής τρέχοντας με σορτσάκι να τον φέρει από την γωνία εκεί που δεν φαινόταν πιο πριν, μπήκε στον κύκλο. Έκανα ένα βήμα μπροστά με επίσημο ύφος. Σήκωσα ψηλά τον δαυλό όσο πιο δραματικά μπορούσα. Δεν είπα τίποτα γιατί ότι και να πεις σε τέτοια φάση βλακεία θα είναι.
Θα μπορούσα να περιγράψω – με μεγάλο λυρισμό – την πρώτη φορά που έπιασα το στήθος σου. Είκοσι χρονών παιδιά, στην καρότσα του φορτηγού της εταιρείας. Όσο ζω δεν το ξεχνώ, μου φέρνει δάκρυα στα μάτια. Της Βάνας Μπάρμπα στα καλύτερά της, στα είκοσί της, το πιο τέλειο βυζί. Και το κρατούσα τότε, εγώ, ο πανάσχετος μ’αυτά, αλλά κάτι μου μιλούσε ο Θεός και ήξερα ότι ακουμπούσα την τελειότητα. Τρεις Αφροδίτες στη Μήλο θα’κλαιγαν να είχαν το βυζί σου κι όλο το Λούβρο θα άδειαζαν να τρέχουν οι Κινέζοι να το δουν.
Όταν πήρε το σουτιέν φωτιά καλά καλά, ρίξαμε και τα άλλα στο βαρέλι. Γελούσες και τα έφερνες απ’τα συρτάρια, μας τα πετούσες κλαίγοντας. Τα άσπρα καθημερινά, τα μαύρα ζόρικα, τα κόκκινα που φύγανε σχεδόν αφόρετα. Μύριζε λίγο, κι έκαναν και περίεργους θορύβους καθώς έφευγε ο αέρας από τα άδεια σουτιέν, απ’τα κενά, από τα κουμπώματα που βασανίζουν τους άντρες να τα βγάλουν, κάτι περίεργα υλικά, σύρματα και πλαστικά, όλα καίγονται, όλοι καιγόμαστε, είναι απλά θέμα στυλ πόσο θα σκούξεις φεύγοντας.
Εσύ απ’το μπαλκόνι μας κοιτούσες, την περίεργη παρέα σου, την περήφανη παρέα που χαιρετίζει τα σουτιέν, χαιρετά τα παλιά βυζιά σου, που τα’κοψαν αλλά έμειναν για πάντα στις καρδιές μας. Μακάρι η Βάνα Μπάρμπα να’χει ανθρώπους γύρω της που σαν κι εμάς, με αγάπη και με τελετές, να καίνε τα παλιά σουτιέν, μετά από κάθε πλαστική.
Δεν είναι ο καρκίνος που σκοτώνει. Είναι η ανικανότητα να φτιαχνόμαστε με τις νέες μας ουλές.