Γύρναγα από τον γιατρό χαρούμενος. Είπε ότι είμαι υγιής σαν ταύρος. Βέβαια αμέσως μετά είπε ότι είμαι και χοντρός σαν αγελάδα. Εγώ διάλεξα την πρώτη παρομοίωση σαν εικόνα και έφυγα. Δυνατός και ορμητικός έκανα στάση στο ζαχαροπλαστείο.
“Γκαρσόν, ένα κουτάλι και δυο γαλακτομπούρεκα παρακαλώ.”
-Εννοείτε ένα γαλακτομπούρεκο και δυο κουτάλια;
“Αυτό που σου είπα αγόρι μου.”
Ο σερβιτόρος με κοίταξε απογοητευμένος. Μάλλον που δεν είχε καταλάβει τις διαθέσεις μου. Είναι μερικοί άνθρωποι που ζούνε με την απόρριψη διαρκώς. Κάτι σαν τον Internet Explorer που όλο ζητάει να γίνει browser σου και του λες όλο άκυρο. Ευτυχώς έφερε αμέσως τα γαλακτομπούρεκα και τον ξέχασα. Ζεστά από τον φούρνο, τέλεια κρέμα, σωστή ποσότητα σιροπιού…μόνο ένα πρόβλημα είχε το μαγαζί. Μου αρέσει πολύ ο τρόπος που η μουσική σε ταξιδεύει σε άλλα μέρη. Αλλά εδώ έβαλε κάτι λαϊκά πολύ χάλια και έφυγα αναγκαστικά για αλλού, κάπου με μουσική της προκοπής.
Είχα αργήσει λίγο και όταν άνοιξα την πόρτα ήταν τελείως σκοτεινό το σπίτι. Στο χωλ ένα κεράκι μόνο. Κάτι ρομαντικό θα ετοιμάζει, πάω προς την κρεβατοκάμαρα. Κανείς! Μυστήριο. Κάτι ακούω στην κουζίνα. Είναι μπροστά στο ανοιχτό ψυγείο και τελειώνει το παγωτό:
“Κόπηκε το ρεύμα. Γρήγορα, πιάσε κι εσύ ένα κουτάλι.”
Το έπαιξα εγκρατής και πήγα κατευθείαν στο μπάνιο να ξεπλύνω τα σιρόπια από το γαλακτομπούρεκο.
-Μπα, ευχαριστώ αγάπη μου, δεν πεινάω. Ο γιατρός μου είπε ότι είμαι υγιής σαν ταύρος!
Κάτι αποκρίθηκε ανάμεσα στο παγωτό και ότι άλλο μισολιωμένο φαγητό ξέσκιζε από την κατάψυξη. Στο μισοσκόταδο βούρτσιζα τα δόντια και τα μάτια μου έψαχναν κάτι να ασχοληθούν. Ψηλά στον τοίχο κάτι κουνήθηκε. Ένα μικρό σαλιγκάρι! Πάτησα πάνω στην μπανιέρα να το κοιτάξω καλύτερα.
-Έλα βρε φιλαράκο! του είπα. Τι κάνεις εδώ πάνω;
Το σαλιγκάρι σταμάτησε και γύρισε να με κοιτάξει. Όσο μπορεί ένα σαλιγκάρι τελοσπάντων να κοιτάξει, κάπως είχε γυρίσει τον λαιμό και τις κεραίες. Αλλά άκουσα ξεκάθαρα μια φωνή:
“Χοντρέ παράτα μας!”
Ο ταύρος μέσα μου αντέδρασε.
-Δεν είμαι χοντρός. Και τα σαλιγκάρια δεν μιλάνε.
“Χοντρέλα έχω κάνει δυο μέρες να φτάσω εδώ πάνω, άσε με ήσυχο.”
-Και γιατί ανεβαίνεις τόσο ψηλά;
“Θέλω να αυτοκτονήσω. Αλλά κολλάω ο καημένος.”
Μερικοί με λένε Αλέκο. Άλλοι με λένε “Θεέ μου! Αλέκο…” Τάχα μου δήθεν κατά λάθος καθώς γυρνούσα να κατεβώ έσπρωξα με την οδοντόβουρτσα που εξήχε από το στόμα μου το σαλιγκαράκι και το έριξα κάτω. Δεν καταλαβαίνω τις τύψεις ως συναίσθημα. Μικρός όταν παίζαμε ναυμαχία με τα αδέλφια μου, έβαζα ιστορίες για να τους επηρεάσω. “Μου πέτυχες το αντιτορπιλλικό μου αλλά να ξέρεις ότι εκεί που έπεσε η βόμβα σου ήταν ο γιός του καπετάνιου και τον σκότωσες.” Ή “μου πέτυχες το αεροπλανοφόρο στο σημείο που ήταν συγκεντρωμένη η ανθρωπιστική βοήθεια προς την Αιθιοπία.”
Για σιγουριά, παρά το μισοσκόταδο το βρήκα στο πάτωμα το σαλιγκαράκι και το πάτησα κιόλα. Γιατί είμαι ταύρος φιλάνθρωπος εγώ.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι blogger και συγγραφές. Μπορεί να είναι πολύ χοντρός. Τόσα άρθρα έχει γράψει, πρώτη φορά έτυχε να ασχοληθεί με την εξωτερική του εμφάνιση.