Σαν τον Οδυσσέα κι αυτός, θέλησε να ακούσει το τραγούδι των Σειρήνων.
Σε αντίθεση όμως με τον βασιλιά της Ιθάκης, δεν είχε συντρόφους να τον αποτρέψουν, μήτε φίλους να τον δέσουν ώστε να μην παρασυρθεί, γιατί είχαν είδη κολυμπήσει προς τα εκεί, εγκαταλείποντάς τον.
Και πως να αντισταθούν! Στο τραγούδι τους, οι Σειρήνες υπόσχονταν τα πάντα. Ηδονές και σώματα σφριγηλά και ποθητά, λαμπερά χαμόγελα, πλούσια συμπόσια, λεφτά, δόξα και εξουσία και ό,τι μπορεί να σκεφτεί το μυαλό και να ποθήσει η ψυχή του ανθρώπου.
Παρασυρμένος κι αυτός από το τραγούδι τους, βούτηξε στην ήρεμη θάλασσα και άρχισε να κολυμπά. Όσο όμως πλησίαζε στην ακτή με κάθε απλωτή, συνειδητοποιούσε οτι το τραγούδι ήταν παράφωνο κι ότι κάτω από τους πλαστικούς κώλους και τα βυζιά και τα ανορεξικά κορμιά, κάτω από τα κάτασπρα σαν το γυαλισμένο ελεφαντόδοντο ψεύτικα δόντια, πίσω από τα φτιασίδια, την πολυτέλεια και το χρήμα, κάτι βρωμερό και αποκρουστικό σερνόταν.
Κι ύστερα, αντίκρισε τους φίλους και τους συντρόφους του, πιασμένους στα λεπρώδη πλοκάμια των κρυμμένων πλασμάτων, ζωντανούς ακόμα. Με μία διεστραμμένη μακαριότητα στα πρόσωπά τους, καταβροχθίζονταν αργά, τροφοδοτώντας με το αίμα και τη σάρκα τους τις ψευδαισθήσεις που τους είχαν αποχαυνώσει. Του φώναζαν, τον καλούσαν να πάει κι αυτός κοντά τους.
Γύρισε το βλέμμα του πίσω στο πλοίο, και είδε τρομοκρατημένος πως αυτό είχε χαθεί. Έμεινε να λικνίζεται αβοήθητος στα κύματα, να καταριέται θεούς και δαίμονες και να αναθεματίζει τον εαυτό του και τη μοίρα του, ώσπου το τελευταίο φως του ήλιου τον εγκατέλειψε.
Και όταν τα χέρια του και η καρδιά του τον πρόδωσαν και άρχισε να βυθίζεται αποδεχόμενος την μοίρα του, βρήκε παρηγοριά στο γεγονός οτι η σιωπή του γαλήνιου βυθού ήταν χίλιες φορές προτιμότερη από το απατηλό τραγούδι των Σειρήνων.
At peace with evil
And all within
A shadow looms above the river
And fire sweeps across the land
Our bones are twisted in their sockets
And even we must try to stand alone
Right here alone….