Αν κάνεις μία φορά Πάσχα στην Κέρκυρα τότε δεν μπορείς να κάνεις πουθενά αλλού. Ακούγεται κλισέ αλλά είναι αλήθεια. Το Πάσχα στην Κέρκυρα έρχεται σαν αυτό που οι Γάλλοι ονομάζουν ‘le comble’ σε μία ήδη παράφορα οργιαστική φύση λειαίνοντας με το ξεχωριστό φως τής κατάνυξης τα περιστύλια, τα φανάρια και τα καντούνια του νησιού.
Λάτρης των ινσταντανέ, μου αρέσει εδώ και χρόνια να ρουφάω το νησί σε μικρές τζούρες. Η Μεγάλη Παρασκευή με βρίσκει να ταξιδεύω αχάραγα με το ‘γαλατάδικο’ και με το στομάχι κόμπο από τις ελάχιστες ώρες βραδινού ύπνου.
Σούπερ πρωινή βόλτα στην πόλη, διασχίζουμε με το γιο μου την άδεια Σπιανάδα και στεκόμαστε στην αρχή του Λιστόν θαυμάζοντας την προοπτική που δημιουργούν τα φανάρια μέχρι κάτω την Κοφινέτα.
Στρωνόμαστε για μικρή ποικιλία στα Ολύμπια του Παπαφλωράτου. Τον τραβολογάω στον Άγιο, μπαίνουμε από τη μία πόρτα και βγαίνουμε από την άλλη. Τσεκάρω με την άκρη του ματιού μου τα κοσμήματα στην Terra Cotta, ενώ υπόσχομαι παγωτό στο χέρι από το πλησιέστερο περίπτερο. Περπατάμε αργόσχολα στην παραλία της Γαρίτσας κατηφορίζοντας προς τον Ανεμόμυλο και για ώρα αρκετή η στροφή ξεδιπλώνεται ανάλαφρα μπροστά μας σαν ακούραστο χέρι μπαλαρίνας. Το κάστρο απέναντι ρίχνει την θολή αντανάκλασή του σε μια σχεδόν γκρι από την πρωινή υγρασία θάλασσα .
Το μυαλό μου βρίσκεται σε συνεχή ρετροσπεκτίβα. Μεγάλη Παρασκευή υπό βροχή. Η Ανάληψη κατάφυτη με τα δέντρα και τις πρασινάδες να έχουνε καταλάβει ολοκληρωτικά τις ξεφλουδισμένες πολυκατοικίες με τις ασορτί πράσινες τέντες. Ποδαρόδρομος πάνω- κάτω στην πόλη με τσιγάρο στο χέρι για παρέα και με την Κερκυραϊκή υπόλευκη υγρασία να είναι στα όρια του ορατού. Και μετά, η πόλη την ώρα που ξεκινάνε οι Επιτάφιοι. Μπλοκαρισμένος κόσμος που δεν ξέρει πού να πάει και μυρωδιά βιολέτας στον αέρα. Ραντεβού με την Ελένη που έρχεται από το βόρειο μέρος του νησιού με στριμωξίδι στο μεγάλο καντούνι. Γέλια, ποτά σε πλαστικά ποτήρια και αποχαιρετισμός μέσα σε λεφούσι κόσμου υπό τους ήχους του Adagio.
Αυτή τη φορά στεκόμαστε στην πλατεία Δημαρχείου ενώ οι μπάντες παίρνουνε θέση. Αναλόγια καλά ζυγιασμένα μπροστά από χάλκινα πνευστά και κάτω από βαριές φούντες καπέλων. Ο ήλιος κόντρα χαλάει από πάντα αυτή τη φωτογραφία, ακόμα και τότε που το φιλμ ήτανε αναγκαστικά ασπρόμαυρο. Οι πρώτες νότες από τον ‘Πόνο της Μάνας’ συνοδεύονται από τα αργόσυρτα βήματα του κόσμου και μας βρίσκουν με δάκρυα στα μάτια. Επιτάφιοι ίπτανται σχεδόν από πάνω μας. Παίζουμε το παιχνίδι του ‘πάμε κόντρα στο ρεύμα όπως οι σολομοί’ και διασχίζοντας τα τιμημένα (και πλέον ανήκοντα στην ιστορία) ‘Ολύμπια’ βρισκόμαστε στην μπροστινή πλευρά του Λιστόν λουσμένοι στο μοβ φως των φαναριών.
Τα χέρια μας έχουνε πια ιδρώσει. Το παρτέρι στο περίπτερο της Μουσικής είναι ολάνθιστο προαναγγέλλοντας το θαύμα της Ανάστασης. Κόσμος συνεχίζει να συρρέει στην πόλη. Ποτά και Sprite στο Corfu Palace με έξτρα ξηρούς καρπούς από τον Σπύρο το γκαρσόνι που μας θυμάται από την προηγούμενη χρονιά. Μυρωδιά από ήσυχο, ανοιξιάτικο αλμυρό νερό μαζεμένο σε ποσότητες γαργαλάει ευχάριστα τα ρουθούνια μας.
Το Μεγάλο Σάββατο έρχεται πάντα χαμογελαστά ηλιόλουστο και με αποπνικτική ζέστη που καίει το σβέρκο. Περπατάμε προς την Πλατεία για να βρούμε κατάλληλο πόστο ώστε να δούμε τα κανάτια να πέφτουν στις έντεκα από τα παράθυρα. Όλο το Λιστόν ένα σκηνικό θεάτρου, δίνει την εντύπωση χάρτινης κατασκευής χωρίς βάθος. Αν κάτσεις όμως αρκετά πίσω στην πλατεία ίσως δεις τα φώτα που κρέμονται από τα ανήλιαγα ταβάνια των σπιτιών. Χελιδόνια πετάνε σε ημικυκλικούς σχηματισμούς πάνω από τα κεφάλια μας. Τα παιδιά κυλιούνται στο γκαζόν και αγοράζουνε μπαλόνια, νεροπίστολα για φούσκες και παγωτά. Το δικό μου το ίδιο.
Αντίστροφη μέτρηση και αναταραχή σαν να πρόκειται για την αλλαγή του χρόνου. Ξαφνικά αλλάζω γνώμη. Περπατάμε γρήγορα, τρέχοντας σχεδόν και περιμετρικά της πλατείας και μόλις περνάμε το Μουσείο βρισκόμαστε στην πίσω πλευρά του θεάματος, πιο κοντά στο λιμάνι και μέσα στα στενά, στο Καμπιέλο. Από πάνω μας κρέμονται αβοήθητες πετσέτες και ρούχα ενώ μία ανεπαίσθητη μυρωδιά σκιερής κλεισούρας ξεγλιστράει από τις εισόδους των σπιτιών και συναντάει τον ήλιο. Βρίσκουμε ένα εστιατόριο ανεβασμένο σε μερικά σκαλάκια δίπλα σε μία πλατεία – μινιατούρα. Από μακριά ακούγεται ο κελαρυστός ήχος των μπότηδων την ώρα που θρυμματίζονται γεμάτοι νερό στο έδαφος. Κόσμος χειροκροτάει και θαυμάζει δυνατά. Κόκκινος πηλός στο χρώμα της κανέλας πασπαλίζει τα καλντερίμια.
Έχουμε λίγα λεπτά να απολαύσουμε την ηρεμία του μέρους πριν ορδές λαού ξεχυθούν στα καντούνια όπως η φουριόζα θάλασσα μπαίνει στο αμπάρι. Δύο φιγούρες ξεπροβάλλουν από το στενό (σαν να βγαίνουνε από τα παρασκήνια) για να εξαφανιστούν, με τη χάρη αρλεκίνων, στο αμέσως επόμενο. Το γκαρσόνι μας πληροφορεί ότι πάνε να κερδίσουνε και φέτος τη ‘μαστέλα’. Παραγγέλνω ούζο.
Η κάθε εικόνα που προσλαμβάνει το μάτι στην Κέρκυρα ακούσια πυροδοτεί μνήμες που το μυαλό νομίζει ότι έχει αφήσει στα αζήτητα. Ονόματα και φάτσες ανθρώπων που έχεις να δεις δεκαετίες, ξεθωριασμένες επιγραφές καταστημάτων, στροφές δρόμων, σκονισμένα γεράνια, μαραμένα αρχοντικά. Αλλά και πιο έξω από την πόλη, εκεί που οι κορμοί των ελιών ασφυκτιούν στις ρίζες τους κατηφορίζοντας στη θάλασσα, όλα είναι γλυκά και περίεργα οικεία βουτηγμένα στην αχνογάλανη αχλή της ανάμνησης.
Πολύς κόσμος έχει βιώσει με κόμπο στο λαιμό από τη συγκίνηση το ανείπωτο της Κερκυραϊκής Πασχαλιάς, έχει φιληθεί με ενθουσιασμό στα χείλη κάτω από βροχή χρυσών πυροτεχνημάτων, έχει κάψει τα ακροδάχτυλά του από τ΄αναστάσιμα κεριά. Και θα συνεχίσει να το κάνει. Όσο για μένα, Κυριακή του Πάσχα και πρωί κατά προτίμηση ταξιδεύω πίσω για Αθήνα τρώγοντας εν πτήσει εορταστικό τσουρέκι, κομμάτι άνοστο.