ΚΑΘΟΜΑΣΤΑΝ ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ έχοντας μόλις αρπάξει πάλι μια εφτάρα. Ήμασταν στη μέση της περιόδου και δεν είχαμε σταυρώσει νίκη. Με 25 ήττες στο παθητικό μας βρισκόμασταν στον πάτο της βαθμολογίας κι αυτή η περίοδος ήταν σίγουρα η τελευταία μου ως μάνατζερ. Είχαμε τους χειρότερους παίκτες. Ο γερος ξετρύπωσε το μπουκάλι απ’ το συρτάρι του γραφείου, ρούφηξε το μερτικό του και το έσπρωξε με τσαντίλα προς το μέρος μου.
«Και δεν φτάναν όλα τ’ άλλα», είπε ο Χέντερσον, «κόλλησα και μουνόψειρες πριν 2 βδομάδες σχεδόν».
«Χριστέ μου, πολύ λυπάμαι αφεντικό».
«Δεν θα με λες αφεντικό για πολύ ακόμα».
«Το ξέρω. Μα κανένας μάνατζερ του δεν μπορεί να ξεκολλήσει αυτούς τους μεθύστακες από την τελευταία θέση», είπα ρουφώντας στα γρήγορα το μισό μπουκάλι.
«Και το χειρότερο», είπε ο Χέντερσον, «νομίζω πως απ’ τη γυναίκα μου τις κόλλησα».
Δεν ήξερα αν έπρεπε να γελάσω ή όχι κι έτσι έμεινα σιωπηλός.
Ακούστηκε ένα πολύ ελαφρό χτύπημα στην πόρτα του γραφείου και μετά άνοιξε. Και να, εκεί στεκόταν κάποιος καραγκιόζης με χάρτινες φτερούγες κολλημένες στην πλάτη του.
Πιτσιρικάς γύρω στα 18.
«Ήρθα για να βοηθήσω την ομάδα», είπε ο πιτσιρικάς.
Φορούσε κάτι μεγάλες χάρτινες φτερούγες. Πραγματικός καραγκιόζης. Με τρύπες ανοιγμένες στο κουστούμι του. Οι φτερούγες ήταν κολλημένες στην πλάτη του. Ή δεμένες με λουρί. Ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
«Άκου», είπε ο Χέντερσον, «ξεκουμπήσω από ’δώ μέσα! Αρκετές γελοιότητες γίνανε σήμερα στο γήπεδο έτσι που παίζαμε. Ακόμα ακούω τα χαχανητά τους. Χάσου από ’δώ. Γρήγορα!»
Ο πιτσιρικάς πλησίασε, τράβηξε μια γουλιά απ’ το μπουκάλι, τ’ άφησε κάτω κι είπε, «Κύριε Χέντερσον, είμαι η απάντηση στις προσευχές σας».
«Νεαρέ», είπε ο Χέντερσον, «είσαι πολύ μικρός για να πίνεις απ’ αυτό».
«Είμαι μεγαλύτερος απ’ όσο δείχνω», είπε ο πιτσιρικάς.
«Κι εγώ έχω κάτι που θα σε κάνει λίγο πιο μεγάλο». Ο Χέντερσον πάτησε το κουμπάκι κάτω απ’ το γραφείο του. Και αυτό σήμαινε Μπουλ Κρονκάιτ. Δεν λέω πως ο Μπουλ σκότωσε ποτέ του άνθρωπο αλλά θα ’σαι τυχερός να μπορείς να καπνίζεις όταν θα ’χει ξεμπερδέψει μαζί σου. Ο Μπουλ ήρθε, βγάζοντας σχεδόν έναν απ’ τους μεντεσέδες της πόρτας μπαίνοντας.
«ΠΟΙΟΝ απ’ τους δυο αφεντικό;» ρώτησε, στριφογυρίζοντας τα μακριά ηλίθια δάχτυλά του καθώς κοίταζε γύρω στο δωμάτιο.
«Αυτόν τον καραγκιόζη με τις χάρτινες φτερούγες», είπε ο Χέντερσον. Ο Μπουλ προχώρησε.
«Μη μ’ αγγίζεις», είπε ο καραγκιόζης με τις χάρτινες φτερούγες.
Ο Μπουλ όρμησε, ΚΑΙ ΒΟΗΘΑ ΜΕ ΘΕΕ ΜΟΥ, εκείνος ο καραγκιόζης άρχισε να ΠΕΤΑΕΙ! Φτεροκοπούσε τριγύρω στο δωμάτιο, ψηλά, κοντά στο ταβάνι. Κι ο Χέντερσον κι εγώ απλώσαμε το χέρι να πιάσουμε το μπουκάλι, μα ο γέρος με πρόφτασε. Ο Μπουλ έπεσε στα γόνατα:
«ΚΥΡΙΕ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ, ΛΥΠΗΣΟΥ ΜΕ! ΕΝΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ! ΕΝΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ!»
«Μην είσαι μαλάκας!», είπε ο άγγελος, φτεροκοπώντας τριγύρω, «δεν είμαι άγγελος. Θέλω απλώς να βοηθήσω τους Μπλουζ. Είμαι οπαδός των Μπλουζ από τα γεννοφάσκια μου».
«Εντάξει, κατέβα κάτω τώρα να μιλήσουμε για μπίζνες», είπε ο Χέντερσον.
Ο άγγελος, ή ό,τι μαλακία κι αν ήταν, πέταξε προς τα κάτω και προσγειώθηκε σε μια καρέκλα. Ο Μπουλ του έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες και δεν ξέρω κι εγώ τι και άρχισε να του φιλάει τα πόδια.
Ο Χέντερσον έσκυψε μπροστά και έφτυσε μ’ αηδία τον Μπουλ κατάμουτρα: «Άντε γαμήσου, ρε ανώμαλο τέρας! Αυτό που απεχθάνομαι είναι οι γλυκανάλατοι συναισθηματισμοί!»
Charles Bukowski