Ο ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΔΙΑΤΗΡΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΣΗ ΑΓΑΠΗ τις συναισθηματικές αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας είναι πως για μια φευγαλέα στιγμή μας ξαναδίνουν ένα απεριόριστο μέλλον. Ένας πετεινός λαλεί στο χωριό με τις επικλινείς στέγες, που φαίνεται πέρα μακριά. Περπατώ σε ένα λιβάδι σκεπασμένο με πάχνη. Ξαφνικά βλέπω το Μευρινιάκ και η καρδιά μου χάνει ένα χτύπο. Αυτή η μέρα που μόλις αρχίζει απλώνεται μπροστά μου ατέλειωτη μέχρι το μακρινό δειλινό. Το αύριο είναι παρά μια λέξη κενή. Μας χωρίζει η αιωνιότητα.
ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ, ΞΑΦΝΙΚΑ, Η ΕΙΚΟΝΑ ΑΥΤΗ δεν υπάρχει. Ξαναγύρισα στην εποχή που τα χρόνια περνάνε γρήγορα και συμφωνώ με τα λόγια του Ιονέσκο: «Έχω φτάσει στην ηλικία που η ώρα αξίζει μονάχα λίγα λεπτά και τα τέταρτα δεν έχουν πια καμιάν αξία».
Ο ΙΟΝΕΣΚΟ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΚΙ ΕΚΕΙΝΟΣ πως ο καλύτερος τρόπος για να συλλάβεις ξανά την αίσθηση της διάρκειας του χρόνου που είχες στην παιδική ηλικία είναι να ταξιδεύεις.
ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΤΕ, ΠΡΟΣΠΑΘΩ να αγκυροβολήσω σε κάτι στερεό. Απεγνωσμένα προσπαθώ για άλλη μια φορά να ανακαλύψω έναν ακέραιο, αλώβητο κόσμο, που δεν τον εξουσιάζει ο χρόνος. Και πραγματικά, δυο μέρες ταξιδιού και η γνωριμία μιας καινούριας πόλης καταφέρνουν να επιβραδύνουν την ασταμάτητη ροή των γεγονότων. Δύο μέρες σ’ ένα καινούριο μέρος αξίζουν τριάντα σε οικείο περιβάλλον -τριάντα μέρες που τις έχει φθείρει, μικρύνει και καταστρέψει η συνήθεια.
Η ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΔΙΝΕΙ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΕΝΑ ΛΟΥΣΤΡΟ -και γλιστράς επάνω του όπως σ’ ένα καλογυαλισμένο παρκέ. Ένας κόσμος νέος, ένας κόσμος πάντα νέος, ένας αιώνιος κόσμος -αυτός είναι ο παράδεισος. Αλλά η σημερινή ταχύτητα δεν είναι μόνο διαβολική, είναι η ίδια η κόλαση, η επιτάχυνση της πτώσης.
ΥΠΗΡΧΕ ΤΟ ΠΑΡΟΝ, ΥΠΗΡΧΕ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ. Τώρα δεν υπάρχει πια ούτε παρόν ούτε χρόνος. Η γεωμετρική πρόοδος της πτώσης μας έριξε μέσα στο κενό.
Η Σιμόν ντε Μπoβουάρ (9 Ιανουαρίου 1908-14 Απριλίου 1986) ήταν Γαλλίδα συγγραφέας, φιλόσοφος και φεμινίστρια. Υπήρξε σύντροφος του διάσημου υπαρξιστή φιλόσοφου Ζαν-Πολ Σαρτρ. Το γνωστότερο έργο της ήταν Το Δεύτερο Φύλο, μια φεμινιστική ανάλυση της γυναικείας ύπαρξης και της καταπίεσης των γυναικών. Άλλα έργα της που ξεχώρισαν ήταν Οι Μανδαρίνοι (1954) και Αναμνήσεις μιας καθώς πρέπει κόρης (1958). Η Μποβουάρ θεωρήθηκε η μητέρα του (μετά το 1968) φεμινισμού, με φιλοσοφικά γραπτά που συνδέθηκαν, αν και ήταν ανεξάρτητα, με τον σαρτριανό υπαρξισμό. Πέθανε από πνευμονία και θάφτηκε δίπλα στον Σαρτρ στο Κοιμητήριο Μονπαρνάς του Παρισιού.
[Πηγή:www.doctv.gr]