Θα μπορούσε να είναι μια ροζ ιστορία, αν δεν την σκέπαζε η σκοτεινή δαντέλα του θανάτου.
Ήταν ένα απόγευμα του Αυγούστου, από αυτά τα αδιάφορα απογεύματα στην παραλία, που βαριέσαι μέχρι και να κουνηθείς από την άμμο.
Τότε ήρθε εκείνη και με άπταιστα αγγλικά μου συστήθηκε. Το όνομα της: Ζερμέν, μια ξανθιά κοπέλα από τη Σουηδία. Μιλήσαμε όλο το απόγευμα και ανακαλύψαμε ότι είμαστε ίδιοι, από παρόμοια πάστα μελαγχολικών ονειροπόλων.
Με το πέρασμα των ημερών γίναμε αχώριστοι. Εγώ της μάθαινα να χαμογελάει και εκείνη μου μάθαινε Σουηδικά τραγούδια, τα οποία συνόδευε με την κιθάρα της. Δεν φοβόμουν πια εκείνα τα αυθάδη, αναπόφευκτα ηλιοβασιλέματα, τα οποία τσάκιζαν τη ψυχή μου, αφού μοιραζόμουν τη μοναξιά μου με την Ζερμέν.
Ένα από αυτά τ’ απογεύματα θυμάμαι, είδε μια χελώνα να περπατάει στην άμμο και δάκρυσε.
«Τι έπαθες;» την ρώτησα.
«Τίποτα, απλά ζηλεύω λιγάκι τις χελώνες. Ζουν αιωνίως και μπορούν να ταξιδεύουν πάντα, κουβαλώντας στη ράχη τους όλο τους το σπίτι. Πόσο θα ήθελα να ζούσα αιώνια και να ταξίδευα χωρίς έγνοιες.»
Στα μάτια της διέκρινα την απελπισία. Ίσως οι γονείς της να ήταν πιεστικοί σκέφτηκα.
Οι μέρες έφευγαν σαν αποδημητικά πουλιά και κανείς μας δεν άντεχε στην ιδέα του αποχωρισμού.
Μια μέρα με ζήτησε στο τηλέφωνο η μητέρα της, με το πρόσχημα πως ήθελε να με γνωρίσει. Πήρα το ακουστικό από το χέρι της Ζερμέν, με ολοφάνερη αγωνία. Η φωνή της, κομματιασμένη από τον πόνο και την απόγνωση, διέλυσε την ψυχή μου.
«Πρόσεχε αγόρι μου, μην ερωτευτείτε. Η Ζερμέν θα φύγει σε λίγο καιρό. Όχι μόνο από σένα, αλλά από όλους μας. Είναι άρρωστη εδώ και χρόνια. Φέτος είπαν οι γιατροί…»
Η γραμμή έκλεισε. Η Ζερμέν κατάλαβε ότι πλέον ξέρω. Έπασχε από καρκίνο πολύ καιρό τώρα και αρνούνταν κάθε είδους θεραπεία. Ήθελε να πεθάνει ελεύθερη και με τα κατάξανθα μαλλιά της στη θέση τους. Πριν φύγει από τη χώρα μου άφησε ένα γράμμα μαζί με ένα τεράστιο κοχύλι. Στο γράμμα έγραφε: Δεν γνωρίζω αν εκεί που θα πάω, θα υπάρχουν άγγελοι που θα με μαθαίνουν να χαμογελώ. Γι ’αυτό σου αφήνω αυτό το κοχύλι και κάθε φορά που θα σου λείπω, ακούμπα το στο αυτί σου και άκου το χαμόγελό μου.
Πέρασαν τέσσερις άθλιοι μήνες από εκείνο το ανεπανάληπτο καλοκαίρι. Οι σκέψεις μου συγκεχυμένες, αδυνατούσα να τις βάλω σε μία τάξη, ώστε να μπορώ να προχωρήσω παρακάτω.
Μια παγωμένη νύχτα κάπνιζα με έναν φίλο μου στο σαλόνι, όταν ξαφνικά ακούστηκε ένα υπόκωφο, απόκοσμο γέλιο, τόσο γνώριμο σε μένα. Το κοχύλι μετακινήθηκε, έπεσε από το τραπεζάκι κάτω στα πλακάκια και έγινε κομμάτια. Έντρομος έτρεξα κάτω στο δρόμο και κοίταξα τον ουρανό. Μέτρησα τα αστέρια και συνειδητοποίησα αυτή τη φορά μου βγήκαν κατά ένα παραπάνω. Ήταν η Ζερμέν που έφυγε. Και πήρε μαζί της και το γέλιο, που δεν θα ξανάκουγα ποτέ.