Το πιο απογοητευτικό συναίσθημα είναι να νιώθεις πως γίνεσαι κάτι άλλο από αυτό που είσαι και μάλιστα κάτι που ποτέ δεν ήθελες να γίνεις.
Να κοιτάζεις το είδωλο σου στον καθρέφτη και να διαπιστώνεις πως το βλέμμα σου χάνει σταδιακά τη λάμψη του και αδειάζει.
Αυτό που αντικρίζεις δεν είσαι εσύ αλλά κάτι που θυμίζει αμυδρά αυτό που άλλοτε υπήρξες.
Το ξέρεις πως δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από ένα άδειο βλέμμα, όμως νιώθεις ανήμπορος ν’αντιδράσεις.
Το άδειο βλέμμα είναι αδύνατο να γεμίσει πια.
Έχεις χάσει προ πολλού αυτή τη μαγική ικανότητα.
Είσαι εξάρτημα μιας καλοδουλεμένης μηχανής και όλοι όσοι συναναστρέφεσαι, τα ανταλλακτικά.
Οι μηχανές δεν έχουν αισθήματα. Ποτέ δεν είχαν.
Ξέρουν μόνο να υπολογίζουν με ακρίβεια και με γνώμονα το χρονοδιάγραμμα.
Γι’αυτές δεν υπάρχουν ανθρώπινες σχέσεις, παρά μόνο ανθρώπινες συναλλαγές.
Ένα απρόσωπο και ατέρμονο δούναι και λαβείν.
Οι παραβάτες διώκονται αυστηρά κι εσύ δεν ρισκάρεις να το διακινδυνεύεις.
Φοβάσαι, τρέμεις, ιδρώνεις ακατάπαυστα στη θέα του σκυθρωπού και βάναυσου αφεντικού που η αγαπημένη του ασχολία είναι να παίζει με το εύθραυστο νευρικό σου σύστημα.
Άλλωστε δεν είναι εποχή για επιπρόσθετους μπελάδες.
Το αντίθετο θα έλεγες.
Η κρίση καραδοκεί και απειλεί να σε καταπιεί και να κατρακυλήσεις στην απύθμενη άβυσσο της.
Είναι αλήθεια πως η στολή σε στενεύει. Ανέκαθεν σε εμπόδιζε να αναπνεύσεις.
Όμως συνεχίζεις να την φοράς αδιαμαρτύρητα, χωρίς φωνές και τυμπανοκρουσίες.
Πάνε χρόνια που η φωνή σου έχασε το μεταλλικό ηχόχρωμα της.
Πλέον βγαίνει από μέσα σου άχρωμη, άψυχη, βεβιασμένη .
Κανείς δεν την ακούει αλλά ούτε κι εσύ επιθυμείς να την ακούσουν.
Οι σκέψεις συγχέονται μέσα στο μυαλό σου και μπερδεύονται σ’ένα θολό και ακατανόητο συνονθύλευμα λέξεων και φράσεων.
Πόσο καιρό έχεις να υψώσεις το κεφάλι και να κοιτάξεις τον ουρανό;
Ούτε που θυμάσαι πια.
Η δειλία έκανε ακόμα και το χρόνο να χάσει τη σημασία του.
Μια ολόκληρη ζωή συνήθισες να σκύβεις το κεφάλι, να σιωπάς κι όταν πρέπει να μιλήσεις, δεν μιλάς. Απλά ψιθυρίζεις.
Σκόρπιοι, διάσπαρτοι ψίθυροι που σβήνονται και χάνονται με το πρώτο φύσημα του ανέμου.
Όμως κουράστηκες να κοιτάς ακίνητος σαν άγαλμα τον καθρέφτη και να σκέφτεσαι.
Άραγε, σου έχει απομείνει ακόμα αυτό το δικαίωμα;
Όλα γύρω σου γυρίζουν κι ένας κόμπος σου φράζει το λαιμό.
Δεν προλαβαίνεις να πάρεις ούτε μια ανάσα και σωριάζεσαι φαρδύς πλατύς στο πάτωμα.
Βυθίζεσαι στο απόλυτο σκοτάδι.
Τότε ακούς κάποιες γνώριμες φωνές που κάτι σου θυμίζουν από μια εποχή όχι και τόσο μακρινή.
«Κρίμα ο άνθρωπος. Ποτέ δεν μιλούσε και δεν ενοχλούσε κανένα. Γιατί του συνέβη αυτό άραγε;»
«Επειδή μια ολόκληρη ζωή ψιθύριζε», φωνάζεις με όλη σου τη δύναμη αλλά είναι πλέον αργά.
Εκεί που βρίσκεσαι, δεν μπορεί πια κανείς να σ’ακούσει.