Οι πιο πολλοί πεζοπόροι όταν διαλέγουν σημείο για στάση προτιμάνε κορυφές ή κάτι θεαματικό. Εμένα με πονάνε λίγο τα οπίσθια στο τοιχάκι που διάλεξα αλλά όσο κάθομαι, τόσο πιο Ελλάδα είναι αυτό το σημείο. Ξεκίνησα πριν μισή ώρα από την Χαλκίδα, μια πόλη τόσο άσχημη και τόσο αστεία στην ασχήμια της που μου θυμίζει την Γεωγία Βασιλειάδου σε παλιά ελληνική ταινία. Μερικά πλάνα σαν να είσαι περιηγητής το 1897 που γεννήθηκε η Βασιλειάδου και άλλα σαν το 1980 που μας άφησε ο γλυκός αυτός άνθρωπος σε ένα μικρό σπιτάκι στο Μαρούσι που την είχαμε γειτόνισσα.
Απέναντί μου είναι μια γέρικη ελιά. Σα να θέλει να μου θυμίσει την ιστορία αλλά δεν τα καταφέρνει. Δεν την έχει κλαδέψει κανείς εδώ και χρόνια, πάει να βγει προς τον δρόμο αλλά προφανώς την ρίχνουν πίσω τα φορτηγά που περνάνε κάθε τόσο. Δίπλα στις ρίζες της έχουν πεταχτεί κλαδιά όπως να’ναι, σχεδόν θάμνος έχει γίνει. Και στη μέση περίπου του μεγάλου δέντρου ένα καλώδιο. Ακολουθώ με το μάτι το καλώδιο και βλέπω ότι βγαίνει λίγο πιο πέρα από τη γή δίπλα σε έναν ανοιχτό κάδο. Κάποιο ευρωπαϊκό πρόγραμμα, κάποιος φιλόδοξος δήμαρχος θα ξεκίνησε να τα περάσει υπόγεια, αλλά αυτό εδώ το οικόπεδο αντιστάθηκε. Το καλώδιο ανεβαίνει σε μια τζιφούτικη κολώνα, περνάει από την ελιά, πάει μέχρι το συνεργείο αυτοκινήτων παραδίπλα και ξαναμπαίνει στο έδαφος. Μια φωτοβολίδα για εντυπωσιασμό.
Το οικόπεδο με την ελιά είναι το κλασσικό χωράφι μεταξύ σπιτιών το οποίο χρησιμοποιούν όλοι για τα μπάζα τους. Κλαδιά, σκουπίδια και πράγματα που θα κάνουν τον αρχαιολόγο του μέλλοντος να απορεί. Ένα κομμάτι του το έχει διαχωρίσει πρόχειρα κάποιος και έβαλε κότες. Παραδίπλα το κλασσικό σπίτι με πυλωτή και πιο αριστερά ακόμα ένα καινούργιο που τώρα χτίζεται. Έχει και άποψη όμως, έχει βάλει κάτι πυργάκια στην άκρη. Μάλλον για την κόρη του. Άλλες εποχές θα άφηνε απλά τις υποδοχές στην ταράτσα για να ρίξει έναν όροφο όταν την παντρέψει.
Ακόμα και η μάντρα που κάθομαι αποτυπώνει γλαφυρά το μπάχαλο της σύγχρονης ιστορίας μας. Αλλού πέτρα μόνο, ποιος ξέρει πόσο παλιά, αλλού με τσιμέντο. Όλο βέβαια υπερβολικά κοντά στον δρόμο. Για πεζοδρόμιο δεν το συζητάμε. Πίσω μου καλαμιές και άγρια βλάστηση, νομίζω και νερά που λιμνάζουν αν κρίνω από τα έντομα. Η άνοιξη είναι η εποχή που οι αντιθέσεις της χώρας γίνονται πιο έντονες και σχιζοφρενείς από ποτέ. Μια ανθισμένη αμυγδαλιά προσπαθεί να βρει πιο πολύ ήλιο καθώς την κρύβει μια καλύβα από ελενίτ. Δίπλα στο κατάστημα “mostra” ένας άτυπος σκουπιδότοπος. Απλωμένα ρούχα στην αυλή ενός βουλκανιζατέρ.
Δεν περπατάει κανείς. Τρεις ανθρώπους έχω συναντήσει τόση ώρα. Όλοι γέροι. Ο ένας καλοντυμένος για την εποχή του, με το γαμπριάτικό του κοστούμι μάλλον αλλά από κάτω αθλητικά παπούτσια Lidl. Από πίσω του ένας που το παίζει τζόβενο, με δερμάτινο μπουφάν και μποτάκια μοδάτα. Μια γριά στην αυλή της κρατάει μυγοσκοτώστρα και βαριανασαίνει. Την ρωτάω πως να βγω από το σοκάκι που έμπλεξα και με κοιτάει με απορία.
Όσο ζεις σε αυτή τη χώρα, μπορείς να το κάνεις με οτιδήποτε. Μια πινακίδα “προσοχή παιδιά!” στη μέση του πουθενά. Ψάχνω λίγο και βρίσκω την εξήγηση. Το σπίτι με την πυλωτή έχει από κάτω “το κουτούκι του βάζελου”. Ξέρω ότι υπάρχουν άνθρωποι που ξεκινάνε από Γλυφάδα για να φάνε εδώ. Κάποια βλαμμένη συντάκτης στο Αθηνόραμα θα γράψει ότι είναι φοβερό και θα πλακώσει το μισό Κολωνάκι.
Αυτή είναι η χώρα μου. Έτσι την αγαπάω. Κάνω crop στα τοπία καθώς τα κοιτάω για να επικεντρωθώ στην ομορφιά και να αγνοήσω τις κακοτεχνίες που χαλάνε κάθε πλάνο. Με τρομάζει σαν την τρίτη γάτα που βγαίνει ξαφνικά από τα σκουπίδια. Τι κάνανε τόσες γάτες εκεί μέσα; Τι βρήκανε και τρώνε; Και αφού βγει, κάθεται στη μέση του δρόμου αυτάρεσκα, με το θράσος των πολιτικών μας. Ένας κάδος απορριμάτων με ανοιχτό καπάκι είμαστε για αυτές.
Comments are closed.