“Δεν σου αρέσουν οι γυμνές;”
-Πλήρωσε τώρα.
“Παναγιώτη, δεν σε καταλαβαίνω.”
-Αντώνη, πλήρωσε. Ξέρεις πως πάει. Δυο δραχμές, δύο λεπτά θα σου δώσω τα κυάλια.
“Καλά. Να, πάρε. Είδες αν είναι και η Μαίρη;”
-Δεν ασχολούμαι ποια και πως είναι σήμερα στο ποτάμι. Εγώ κυάλια νοικιάζω.
“Δεν ξέρεις τι χάνεις Παναγιώτη. Η Μαίρη είναι πανέμορφη και έχει τα μεγαλύτερα βυζιά.”
-Όπως την βρίσκει ο καθένας.
“Ωωωω, είναι, είναι αυτή! Και έχει ξαπλώσει μπρούμυτα μάλιστα, τα βλέπεις όλα σχεδόν!”
-Αν είναι να θέλεις κι άλλα δυο λεπτά Αντώνη, δώσε άλλες δυο δραχμές από τώρα. Είναι κι άλλα παιδιά που θα έρθουν σε λίγο και θα κάνουν σειρά να δούνε τις ομαδάρχισσες να λιάζονται.
“Τι τα κάνεις όλα αυτά τα λεφτά ρε Παναγιώτη;”
-Τα επενδύω σε σοκολάτες.
“Α, εσύ είσαι που πουλάς και τις σοκολάτες;”
-Εδώ στην ερημιά που είναι η κατασκήνωση, δεν υπάρχει ποικιλία προμηθευτών. Είναι είδος περιορισμένο σε αριθμό, άρα μπορώ να ανεβάσω τις τιμές όσο θέλω. Ειδικά μερικά χοντρά παιδιά, όταν τους πιάνει η υπογλυκαιμία, τους τα παίρνω χοντρά.
“Και όλα αυτά τα λεφτά τι θα τα κάνεις; Πρέπει να έχεις χιλιάδες από τα πέντε τελευταία χρόνια που ερχόμαστε κι οι δυο σε αυτήν την κατασκήνωση.”
-Α, έχω σχέδιο μεγάλο. Θα αγοράσω όλη την κατασκήνωση.
“Νόμιζα δεν σου αρέσει εδώ.”
-Δεν μου αρέσει.
“Και γιατί θα την αγοράσεις τότε;”
-Για να την κλείσω.
“Γιατί να την κλείσεις; Επειδή δεν σου αρέσει που κοιτάμε τις ομαδάρχισσες με τα κυάλια;”
-Όχι Αντώνη. Επειδή μου αρέσεις εσύ.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης δεν έχει πάει κατασκήνωση γιατί μεγάλωσε στο Μεξικό. Εκεί δεν έχουν σπίτια, σιγά μην πάνε από μόνοι τους να κάθονται στην εξοχή.