ΞΥΠΝΗΣΕ ΚΑΘΙΔΡΗ και ανασηκώθηκε στο κρεβάτι, χωρίς να ανάψει το φως. Η ανάσα της έβγαινε κοφτή και γρήγορη. Δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνειρο. Ήξερε όμως ότι το είχε ξαναδεί πολλές φορές τα τελευταία πέντε χρόνια. Ποτέ δεν το θυμόταν, όμως πάντα ήταν τόσο ζωντανό, δεν τέλειωνε η αγωνία της μόλις ξυπνούσε. Λες και ο εφιάλτης συνεχιζόταν και παρέμενε ζωντανός και οδυνηρός. Πάντα παρών, να της θυμίζει… Κάρφωσε τα μάτια της στο ημερολόγιο που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο, δίπλα στο κορνιζαρισμένο πτυχίο της. Με δυσκολία αναγνώρισε μέσα στο σκοτάδι την ημερομηνία: 11 Φεβρουαρίου. Να, λοιπόν, γιατί είχε ξαναδεί το όνειρο. Να γιατί ήταν τόσο έντονο. Τόσο ζωντανό. Κι εκείνος, μετά από πέντε χρόνια, τόσο αμετάκλητα απών…
Κοίταξε το ρολόι πάνω στο κομοδίνο: 6.15. Αξημέρωτα σχεδόν. Ο ήλιος πάλευε να περάσει τις αδύναμες χειμωνιάτικες αχτίνες του μέσα από τις γρίλιες του παντζουριού. Η Αριέττα ήξερε καλά ότι δεν ήταν η μόνη που ξαγρυπνούσε μέσα στο σπίτι. Ήταν σίγουρη ότι στη διπλανή κρεβατοκάμαρα ο πατέρας και η μητέρα της περίμεναν, όπως κι αυτή, τα βασανιστικά λεπτά να περάσουν, να πάει η ώρα εφτά, να σηκωθούν. Όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα, ο Λευτέρης και η Νίνα Στεργίου θα ετοιμάζονταν με μηχανικές κινήσεις, μέσα στη σιωπή, χωρίς να ανταλλάξουν ούτε μια κουβέντα, μόνο βλέμματα γεμάτα πόνο. Μετά θα συναντούσαν την Αριέττα στην κουζίνα, όπου θα έπιναν βιαστικά έναν καφέ. Στις εφτά και μισή ακριβώς, ο Λευτέρης θα έδινε στη γυναίκα και στην κόρη του από ένα μπουκετάκι αμάραντα, δεμένα με κίτρινη κορδέλα, που είχε φέρει το προηγούμενο βράδυ από το ανθοπωλείο του. Η Αριέττα μπορούσε να φανταστεί με βασανιστική ακρίβεια τις κινήσεις τους μέχρι να ετοιμαστούν.
Εδώ και πέντε χρόνια, αυτή η συγκεκριμένη μέρα ήταν τόσο ίδια, τόσο οδυνηρά προβλέψιμη, τόσο βαριά… Γονείς και κόρη θα έκλειναν πίσω τους την πόρτα. Θα άφηναν μόνους στο σπίτι τον πόνο και τη σιωπή και θα έσερναν τα βήματά τους μέχρι το νεκροταφείο της περιοχής. Εκεί θα συναντούσαν την Ειρήνη και θα συνειδητοποιούσαν, μέσα στη σιωπή πάντα, ότι είχε περάσει ένας ακόμα χρόνος από το θάνατό του. Θα κοιτάζονταν μεταξύ τους με νόημα και αγάπη, θα χαμογελούσαν πικρά και θα άλλαζαν τα περσινά αμάραντα με τα καινούρια στο θα καρφώνονταν στο ζωηρό γαλάζιο βλέμμα του νεαρού στη φωτογραφία. Στη μαρμάρινη πλάκα, οι λέξεις λιγοστές: Ορέστης Στεργίου, ετών 30. Σκουπίζοντας μερικά, αδύναμα πλέον, δάκρυα θα απομακρύνονταν αφήνοντας τον Ορέστη μόνο του. Θα έπρεπε να περιμένει πάλι ένα χρόνο για να τους ξαναδεί, όλους μαζί, να ενώνουν για λίγα λεπτά τη ζωή τους με το θάνατό του.
Αντίο, γιε μου… Αντίο, παιδί μου… Αντίο, αδερφέ μου… Αντίο, αγάπη μου… Εφτά η ώρα. Το ξυπνητήρι χτύπησε. Η Αριέττα το έκλεισε και με γρήγορες κινήσεις παραμέρισε τα σκεπάσματα. Σηκώθηκε και άρχισε να εκτελεί με μαθηματική ακρίβεια τις κινήσεις που είχε ήδη σχεδιάσει με το νου της νωρίτερα. Τις ίδιες μηχανικές κινήσεις έκαναν και οι γονείς της στο διπλανό δωμάτιο. Μετά από μισή ώρα, οι τρεις τους έκλειναν πίσω τους την πόρτα, αφήνοντας το διαμέρισμα στη σιωπή, και κρατώντας σφιχτά από ένα ματσάκι αμάραντα στο χέρι βάδιζαν… πιστοί στο ετήσιο ραντεβού τους.
Εκείνο το πρωινό η Αριέττα ήταν μόνη της. Εδώ και λίγες μέρες είχε ολοκληρώσει τη μετακόμισή της στο σπίτι του και απολάμβανε τη συγκατοίκηση με τον Παύλο. Εκείνος με το ζόρι άφηνε το κρεβάτι για να πάει στη δουλειά του. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η πως από σήμερα θα ξεκινούσε να ψάχνει για δουλειά. Για όσο διάστημα δεν ήταν απόλυτα σίγουρη για την πορεία της υγείας της, δεν ήθελε να διδάξει σε σχολείο. Φοβόταν πως ίσως μετέφερε στους μαθητές της τις φοβίες και τα άγχη της, και δεν το ήθελε. Θα έψαχνε στις αγγελίες για κάποια θέση στην οποία θα μπορούσε να ανταποκριθεί με το πτυχίο και τις γνώσεις της. Έφτιαξε τον καφέ της και κάθισε στο γραφείο του Παύλου, μπροστά στον υπολογιστή του. Είχε αρχίσει να σημειώνει τηλέφωνα, ονόματα και διευθύνσεις, όταν ξαφνικά η ματιά της καρφώθηκε σε μια επαγγελματική κάρτα που βρισκόταν αφημένη μπροστά της. Περισσότερο μηχανικά και λιγότερο από περιέργεια, την πήρε στα χέρια της και τη διάβασε.
ΕΙΡΗΝΗ ΙΑΤΡΟΥ ΙΑΤΡΟΣ-ΠΑΘΟΛΟΓΟΣ
Δεν καταλάβαινε τίποτα… Τι δουλειά είχε η κάρτα της Ειρήνης στο γραφείο του Παύλου; Κάτι της διέφευγε, αλλά τι; Άρχισε να σκέφτεται όλες τις πιθανές εκδοχές, όμως το γεγονός ότι η Ειρήνη και ο Παύλος δεν είχαν ακόμα γνωριστεί την μπέρδευε και την προβλημάτιζε περισσότερο. Εκτός αν… εκτός αν γνωρίζονταν… Αυτό σήμαινε ότι οι δυο τους συζητούσαν πίσω από την πλάτη της για την κατάσταση της υγείας της και αυτή δεν ήξερε τίποτα. Κι άλλα μυστικά λοιπόν; Κι άλλα ψέματα; Δεν κάθισε να το σκεφτεί για πολλή ώρα. Ήξερε πως ήταν μάταιο. Μόνο δύο άνθρωποι μπορούσαν να λύσουν την απορία της: η Ειρήνη και ο Παύλος. Αποφάσισε να ξεκινήσει από την πρώτη. Άφησε ένα πρόχειρο σημείωμα πάνω στο γραφείο του Παύλου, που τον ενημέρωνε ότι είχε κάποιες δουλειές να κάνει, έβαλε την κάρτα της Ειρήνης στην τσέπη της, και βγήκε από το διαμέρισμα, χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω της. Ήταν μια πολύ δύσκολη μέρα στη δουλειά για την Ειρήνη. Το προηγούμενο βράδυ είχε εφημερία και δεν είχε κοιμηθεί καθόλου. Μόλις ολοκλήρωσε τις τελευταίες επισκέψεις στους ασθενείς, έσυρε τα κουρασμένα πόδια της μέχρι το γραφείο της. Το μόνο που ήθελε ήταν να μαζέψει τα πράγματά της και να γυρίσει στο σπίτι της, να κοιμηθεί μέχρι το βράδυ. Φτάνοντας έξω από το γραφείο, είδε την Αριέττα να βηματίζει νευρικά. Προφανώς την περίμενε αρκετή ώρα. Σαν όαση της φάνηκε η ξαφνική επίσκεψη της φίλης της μετά από μια εξαντλητική νύχτα. – Αριεττάκι, πώς από δω; Έλα, πέρνα μέσα, την υποδέχτηκε ξεκλειδώνοντας την πόρτα.
Η Αριέττα μπήκε στο γραφείο αμίλητη, όχι μόνο επειδή δεν ήξερε πώς να ξεκινήσει την κουβέντα μαζί της, αλλά και επειδή ο γνώριμος χώρος ξύπνησε μέσα της οδυνηρές αναμνήσεις. Εκεί, μέσα σε κείνο το γραφείο, είχε μάθει, πριν από πολλούς μήνες, ότι έπασχε από λευχαιμία. Ένιωσε μια ξαφνική ανατριχίλα, όμως γρήγορα κατάφερε να συνέλθει. Για άλλο λόγο είχε βρεθεί εκεί… Η Ειρήνη κάθισε πίσω από το γραφείο της και αυτή στάθηκε όρθια μπροστά της. Έβγαλε την κάρτα από την τσέπη της και την άφησε μπροστά στη φίλη της. Εκείνη την κοίταξε για λίγο και ύστερα έστρεψε το ερωτηματικό βλέμμα της στην Αριέττα. – Τι σημαίνει αυτό; τη ρώτησε με πραγματική απορία. – Κανονικά εγώ θα έπρεπε να το ρωτήσω αυτό, αλλά με πρόλαβες. Η Ειρήνη έτριψε τα κουρασμένα της μάτια και έγειρε πίσω στην καρέκλα. – Φιλενάδα, έχω περάσει μια εφιαλτική νύχτα και δεν έχω σταθεί ούτε λεπτό. Το μόνο που δε χρειάζομαι τώρα είναι αινίγματα και παιχνίδια, λυπήσου με…
Η Αριέττα ρώτησε κατευθείαν αυτό που είχε στο μυαλό της, όχι όμως επειδή τη λυπήθηκε, αλλά επειδή απαιτούσε επιτέλους μία εξήγηση. – Βρήκα αυτή την κάρτα πάνω στο γραφείο του Παύλου. Μήπως μπορείς να μου εξηγήσεις πώς βρέθηκε εκεί; Η Ειρήνη πήρε την κάρτα στα χέρια της και την κοίταξε σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. Η κάρτα της… πάνω στο γραφείο του Παύλου… Δε δυσκολεύτηκε πολύ να καταλάβει τι είχε συμβεί. Προφανώς την είχε κρατήσει από την πρώτη τους συνάντηση και τώρα είχε βρεθεί στα χέρια της Αριέττας. Για την ακρίβεια, η φίλη της είχε βρει ένα αδιάσειστο στοιχείο που τη βεβαίωνε ότι η Ειρήνη και ο Παύλος γνωρίζονταν, και μάλιστα αρκετά καλά, ώστε εκείνος να έχει κρατήσει τα στοιχεία της. Και τώρα; Τι πρέπει να της πω τώρα; αναρωτήθηκε πανικόβλητη, όμως αμέσως κατάλαβε πως η μόνη λύση ήταν να της πει την αλήθεια.
Όλη την αλήθεια… Είχε φτάσει η ώρα.
– Καταρχήν κάθισε, της είπε δείχνοντάς της την καρέκλα. Η Αριέττα υπάκουσε. Κάτι μέσα της της έλεγε πως αυτά που επρόκειτο να ακούσει έπρεπε να τ’ ακούσει καθιστή.
– Σ’ ακούω, είπε κοφτά. εξηγήσεις επιτέλους τι έχει συμβεί; φώναξε η Αριέττα που είχε αρχίσει να δυσανασχετεί.
– Όπως θες. Λοιπόν, άκου πώς έχουν τα πράγματα…
Ζωή Χρυσάνθου