– ΠΑΤΈΡΑ ΜΟΥ, ΕΔΩΝΑ, βιάσου να του την ανάψεις, τον κρατάω γερά, ακούστηκε αγωνιώδης και
πνιχτή η φωνή της δεκαεφτάχρονης Λένας.
Ο άντρας, από την αγωνία και τον ιδρώτα που είχε θολώσει τη ματιά του, δε διέκρινε δράμι, παρά μόνο
έτρεχε με προτεταμένη την κοντόκαννη καραμπίνα του προς τη μεριά απ’ όπου είχε έρθει η προτροπή.
Αργείς, πατέρα μου, ακούστηκε πάλι η φωνή της Λένας, αργείς, και θα συνέλθει το σκυλί, έλα να το
ξεκάνεις.
Αλάργα φέγγιζε η ανατολή. Το αργόσυρτο φως δημιουργούσε σκιές και σχήματα θολά, ικανά να
μπερδέψουν ακόμα και τον πιο μυημένο αυτόχθονα, όπως ήταν ελόγου του ο Νικολός Δασκαλάκης.
Κρητικός πάππου προς πάππου, γενεές αμέτρητες.
Εδωνά, σου λέω, πατέρα, δε με θωρείς;
Η Λένα έστρεφε το βλέμμα της μια προς τη μεριά του τραυματισμένου αλεξιπτωτιστή, που με την
πτώση είχε χάσει τις αισθήσεις του, και μια προς τη μεριά απ’ όπου έφτανε στ’ αφτιά της ο ήχος από
πέτρες και ξερά λιόκλαδα που θρυμματίζονταν κάτω από το βαρύ πάτημα του πατέρα της.
Το βλέμμα της κοπελιάς ήταν γεμάτο απόγνωση, φόβο και θυμό, αλλά -ανεξήγητο πώς στην άκρη του
άνθιζε, σαν νιούτσικο μπουμπούκι, ένα λανθάνον συναίσθημα συμπόνιας, Κύριος οίδε για ποιο λόγο!
Μάλλον από αθωότητα και άγνοια.
Από τη μια στιγμή στην άλλη, το υπέροχο σμαραγδί των ματιών της είχε χαθεί μέσα στο πηχτό μαύρο
της διασταλμένης ίριδας και τα δεκαεφτά της χρόνια βάραιναν στους ώμους της σαν να ήταν εκατό.
Έρχομαι, βάστα, Λενιώ μου, κι έρχομαι. Δε θα μου τη γλιτώσει. Θα τον στείλω στον αγύριστο. Μόνο
κράτα τον, φώναξε ο πατέρας της τραχιά και αποφασιστικά μα, λόγω των συνθηκών, με καθόλου
βροντώδη τόνο, όπως συνήθιζε.
Ο Νικολός, ψηλός και νευρώδης, φορώντας την κρητική βράκα από αλατζά, ψηλά μαύρα στιβάνια και το
παραδοσιακό μαύρο κρουσαλιδάτο κεφαλομάντιλο, δε χρειάστηκε παρά δέκα δώδεκα σάλτα για να
φτάσει σε απόσταση αναπνοής από τον αναίσθητο εχθρό.
Στο ρόδινο φως της αυγής αντίκρισε καταγής, έτοιμο να πεθάνει από το χέρι του, έναν αμούστακο
νεαρό. Μια πληγή που αρχινούσε από το δεξιό κρόταφο και έφτανε μέχρι την άκρη του στόματός του
είχε γεμίσει αίματα το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του, κάνοντας τα χαρακτηριστικά του
δυσδιάκριτα.
Ο άντρας κοντοστάθηκε. Αυτός εδωνά θα μπορούσε να ήταν γιος του, αφού πάνω κάτω τον έκαμε στην
ηλικία του Μανολιού του.
Όμως δεν ήταν. Ήταν γιος κάποιου άλλου, και λίγη ώρα πριν είχε πέσει από τον ουρανό μαζί με πολλούς
συμπατριώτες του, με σκοπό να πατήσει και να αλώσει το δικό του τόπο. Αυτός εδωνά ήταν εχθρός του
και εχθρός της πατρίδας του.
Το ξημέρωμα, ο Νικολός είχε ξυπνήσει από έναν ανονείρευτο ύπνο, είχε νιφτεί, είχε ντυθεί, είχε πιει τον
καφέ του και με την κόρη και τον αραμπά του είχαν κινήσει για τον Ομαλό και το μητάτο του Αναστάση.
Οι δυο τους ήταν μαλισαπήδες (συνεταίροι) και είχαν εμπορικά συναλλίκια (συναλλαγές).
Ξαφνικά και απροειδοποίητα, τους έπεσε ο ουρανός κατακέφαλα.
Το ασυννέφιαστο και αγανό ξημέρωμα εξελίχτηκε απρόσμενα σε εφιάλτη.
Πώς και γιατί αρχινάει ένας πόλεμος και πού εξοβελίζεται η ανθρωπιά;
Τι είναι αυτό που συνταράσσει συθέμελα το συναίσθημα και αποδιοργανώνει την ισορροπία του νου,
βγάζοντας στην επιφάνεια τα άγρια ένστικτα;
Ο φόβος, ο φθόνος, η τιμή, η πλεονεξία, σίγουρα ο πόλεμος ή ό,τι, τέλος πάντων, απειλεί την επιβίωση
και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Λιοντάρι γίνεται ο άνθρωπος, θεριό ανήμερο, έτοιμο να
κατασπαράξει και να κατασπαραχτεί.
Γιατί ο άνθρωπος είναι και τα δύο.
Άνθρωπος και θηρίο.
Φεγγαροφώτιστη νύχτα και μπουρίνι.
Ρομάντζα ηλιοβασίλεμα και καταστροφικός τυφώνας.
Απροετοίμαστος στη φρίκη, όσο έκπληκτος και αδαής στην ευτυχία.
Ο πόλεμος, ένα αψίθυμο, αδηφάγο αρσενικό με βίαιο χαρακτήρα, όταν ανταριάζει, διακόπτει κάθε σχέση
του με την ειρήνη, θηλυκό ίδιο και απαράλλαχτο με όλα τα θηλυκά του κόσμου· μια τρυφερή και δοτική
οδαλίσκη που αρέσκεται σε χάδια και φιλιά, ακούραστη στους ξέφρενους χορούς, στα τραγούδια της
ευτυχίας, σε ήρεμα δειλινά και χρυσές ανατολές· μια ιδεώδης σύντροφος που κανένα αρσενικό δε θα
έπρεπε να βαριέται ποτέ.
Ή μήπως η πλήξη του ακύμαντου επιβεβαιώνει τη ρήση που λέει «αχάριστοι οι ευεργετημένοι;»
Το φρούμασμα του ένοπλου Κρητικού σε κάθε του ανάσα, εκείνη τη στιγμή, θύμιζε ταύρο πριν την
επίθεση. Γύρω του, χαλασμός. Κρότοι, βόμβες, φωτιά, μπουχός, αίμα και μυρωδιά κηροζίνης
ανακατεμένη με καμένης σάρκας.
Ο Νικολός ήταν άριστος σκοπευτής.
Η μπαγκέτα που διηύθυνε τη σονάτα του χρόνου έμεινε μετέωρη και ακίνητη για κλάσμα του
δευτερολέπτου, τόσο όσο το αγριεμένο βλέμμα του άντρα ν’ αποτυπώσει τα δύο πρόσωπα που αντίκριζε
εμπρός του. Πρώτα της κόρης του, με μια ανάμεικτη έκφραση φρίκης, φόβου και αγωνίας, κι ύστερα του
τραυματισμένου αλεξιπτωτιστή, αφοπλιστικά αθώο, ανήμπορο. Αποφασιστικά όπλισε την κοντόκαννη
καραμπίνα του και ετοιμάστηκε να ρίξει στον εχθρό τη μία και χαριστική βολή.
E.Φαράζη