Να γεννάς ένα παιδί.
Να το χαϊδεύεις και να το μεγαλώνεις με όλες τις στερήσεις και τις χαρές που έχει η ανατροφή ενός παιδιού.
-Και για ένα καλύτερο αύριο να το φέρνεις στην Ελλάδα.
Να είναι το μοναχοπαίδι σου. Να είναι ένα ντροπαλό και συνεσταλμένο δεκάχρονο παιδί που του αρέσει η μουσική. Να βλέπεις τα μακριά αδύνατα του δάχτυλα να τρέχουν στα πλήκτρα και να ονειρεύεσαι πως γίνεται ένας καλός πιανίστας. Η ένας ζωγράφος. Να το διδάσκεις. Να του αφήνεις στο τραπέζι το φαγητό να φάει όταν γυρίσει από το σχολείο μόνο του γιατί εσύ δουλεύεις ήσυχη πως έχεις κάνει το καλύτερο για το μέλλον του. Και κείνο να τρώει μόνο του ναι και να μαζεύει το πιάτο του πριν κάτσει να διαβάσει. Να είσαι ήσυχη πως έκανες το καλύτερο στην Ελλάδα του 2006.
Τότε που η Ελλάδα βρισκόταν στην κορύφωση του νεοπλουτισμού και ένα βήμα πριν την κατρακύλα της κρίσης. Τα πρώτα κανόνια είχαν αρχίσει να σκάνε και οι πρώτες Φιλιππινέζες στα πλαίσια ενός ιδιότυπου δουλεμπορίου έμεναν απλήρωτες στα σπίτια των κυράδων τους.
Η μεγαλύτερη στρόφιγγα πλουτισμού, η τηλεόραση, συνέχιζε να προβάλει στερεότυπα παρωχημένα. Ωραίες οικογένειες, ατσαλάκωτες έπαιρναν το πρωινό τους σε τακτοποιημένα σπίτια και ύστερα έμπαιναν σε γυαλιστερά αυτοκίνητα για να μεταβούν σε θηριώδη γραφεία. Όλοι πάντα ατσαλάκωτοι , πάντα χτενισμένοι πάντα λαμπερά χαμογελαστοί Στα πρωινά μεσουρανούσε η Μενεγάκη, στα μεσημεριανά η σαπίλα έζεχνε σε απευθείας μετάδοση από τον σκουπιδοτενεκέ της στο παράθυρο της Στεφανίδου και τα βράδια μια κοινωνία αποχαυνωμένη από την πλαστική πολυτέλεια σε άτοκες δόσεις παρακολουθούσε ριάλιτι και συζητήσεις κυρίων που έμοιαζαν σπουδαγμένοι και πολυπράγμονες -αλλά δεν ήταν.
Η κριτική ενσυναίσθηση μιας χώρας μέσα στην οποία είχες φέρει το παιδί σου για να ζήσει, είχε αποκτήσει εθισμό τις τελευταίες δεκαετίες στην κλειδαρότρυπα, στο ρουσφέτι, στο γυμνό, στο πλαστικό χρήμα, στα μπουζούκια, σε κάτι ψωραλέους αριστερισμούς υπέρ των λαθρομεταναστών και των προσφύγων (χωρίς να αναλαμβάνει καμία ευθύνη για την έλλειψη υποδομών), κάτι φανταχτερούς νεοπλουτισμούς, στην αμορφωσιά και στην ρηχότητα.
Την ώρα που οι νέοι έβγαιναν στον Πλούταρχο και στον Ρέμο κάθε Παρασκευή βράδυ, οι μεγαλύτεροι έπαιρναν θέση στα βολικά τους σαλόνια για να διασκεδάσουν με τον πόνο του άλλου και να παρηγορηθούν. Μια αδίστακτη γυναίκα, χωρίς καμία , απολύτως καμία επιστημονική υποδομή και κατάρτιση, παρά μόνο το ποντάρισμα του καναλάρχη πάνω της και το έμφυτο, συχνά πρωτόγονο και πρωτόγνωρο πείσμα της να διακριθεί και να τη φωνάζουν «λαγωνικό» στη χοάνη του προπληρωμένου χρόνου της καλύτερης σερβιέτας, χτυπούσε το πόδι της παθαίνοντας κρίσεις υπερεκτιμημένης αυτοεκτίμησης, σε μια εκπομπή που ενώ ήταν στυγνό ριάλιτυ είχε την επικάλυψη της έρευνας. Την ώρα που η εκπομπή αυτή ξεκινούσε εσύ έβαζες το παιδί σου για ύπνο, έτσι όπως κλείνεις έξω από τη ζωή σου τα δαιμονικά παραμύθια γιατί δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν πραγματικότητα…
Σκεφτόσουν ίσως πως πρέπει να του αλλάξεις γυαλιά λίγο πριν κοιμηθείς κι εσύ.
Μέχρι που μια μέρα το παιδί σου δεν ήρθε. Δεν γύρισε από το σπίτι και τίποτα δεν σε είχε προετοιμάσει για τη ΒΙΑ ΠΟΥ ΘΑ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΕ.
Βία κοινωνική –κάποιοι είπαν πως το έκανες για τα λεφτά. Άλλοι πως το ‘δωσες σε κύκλωμα παιδεραστών, πως εκμεταλλεύεσαι ίδιον όφελος τα ποσά της έρευνας, είπαν , είπαν… έτσι είναι οι Έλληνες λένε εύκολα, κλαίνε εύκολα, ξεχνάνε εύκολα...
Βία τηλεοπτική –ξεσκίστηκαν δυο φορές οι σάρκες σου από τους γύπες της τηλεόρασης. Κανείς δεν νοιάστηκε ποτέ για το παιδί σου στ’ αλήθεια. Νοιάστηκαν μόνο για τα λεφτά που έφερνε το όνομα του.
Βία ηθική– η ζωή σου έγινε ανάγνωσμα κάθε περίεργου αργόσχολου κουτσομπόλη και ήταν διανθισμένη με πολλές στρεβλές πικάντικές λεπτομέρειες της.
Βία κρατική – κανένας φορέας δίπλα σου. Διατελούσαν όλοι εν συγχίση, ο ένας τα έριχνε στον άλλον κι ύστερα με τη γνωστή αλαζονεία της εξουσίας και τη συγκατάβαση των ψηφοφόρων ευλογούσαν τη συγκάλυψη.
Η έρπουσα συγκάλυψη είναι ιδίωμα της ελληνικής επαρχίας και η πόλη δεν ήθελε να ταράξει κι άλλο το ρέμα… άλλωστε εσύ ήσουν μια ξένη.
Ύστερα ήρθε το «λαγωνικό» και έχτισε την καριέρα του πάνω σου. Για τέσσερις μήνες σε μια κατάπτυστη προσπάθεια αποσιώπησης, κανείς – εκτός από αυτήν – δεν ασχολήθηκε σοβαρά.
Σε τραγάνιζε λίγη – λίγη ματώνοντας σε κάθε φορά σε ερασιτεχνικές τηλεδίκες τόσο όσο γέμιζαν τα ταμεία του άθλιου και αλήστου μνήμης καναλιού που πόνταρε πάνω της. Ανάμεσα στις δεκάδες εκπομπές αυτοπροβολής της πάνω απ’ όλα, επαναλάμβανε τα ίδια και τα ίδια.
Η επιτυχία ζουρλαίνει τον άνθρωπο μα η δυστυχία τον δυναμώνει.
Όσο με απωθούσε ο απλοϊκός, χωριάτικος, κουτοπόνηρος τύπος της τόσο εσένα σε θαύμαζα πάντα. Για την αξιοπρέπεια σου, τον δομημένο, πολιτισμένο, ήρεμο λόγο σου. Για τη στάση σου να μη τους κάνεις τη χάρη να γίνεις πλανόδια μοιρολογήτρα για την τηλεθέαση. Για την απαγόρευση σου να σε χρησιμοποιεί και να αναφέρεται σε σένα και στο άταφο παιδί σου…
Το παιδί σου.
Ένα κλαράκι τσακισμένο, πεταμένο κι αγαλήνευτο από ανήλικα στην ηλικία του. Δεν θα δεις τα εφηβικά δάχτυλα του «γυαλαμπούκα» να χαϊδεύουν τα πλήκτρα σε ένα κονσέρτο, ούτε να περιχύνουν φαρμακερό κίτρινο μια φόρμα μπαλαρίνας σε καμβά.
Δεν το ήθελαν 2 Έλληνες, 1 Ρουμάνος, 1 Αλβανός και 1 Βορειοηπειρώτης με επαναλαμβανόμενη προβατική συμπεριφορά, παραμελημένοι από τις οικογένειες τους και απολύτως καλυμμένοι από στρατιές ψυχολόγων και «ειδικών» συνέχιζαν το πολύτιμο δώρο της ζωής προστατευμένοι από τους πάντες. Εσύ είχες παίξει κι είχες χάσει. Είχες έρθει απλά στην Ελλάδα.
Είμαι βαθύτατα πεπεισμένη πως στην πόλη μόνο το όνομα αλλάζει. Σε κάθε πόλη, έτσι θα εξελισσόταν η ιστορία γιατί αυτή είναι κουλτούρα του Έλληνα. Ανάλογη των ερεθισμάτων και των επιλογών του. Σε κάποια χώρα όπου θα ίσχυαν τα αυτονόητα η κυρία Λαγωνικό θα είχε το ρόλο της γελοιογραφίας ενώ η αστυνομία, οι αρχές, η πολιτεία και το σχολείο θα είχαν κάνει σωστά τη δουλειά τους…
Και ο εφιάλτης συνεχίζεται. Μόλις χτες μιλούσαν για τα κόκαλα του παιδιού σου σαν να ήταν σκουπίδια. Ο φόβος , ο τρόμος, η αγωνία, η εξάντληση , η βία, τα πιο αρνητικά, τα πιο μαύρα και κλειστοφοβικά συναισθήματα είχαν ποτίσει αυτά τα κόκαλα –αν είναι δικά του- που ανήκαν στο σώμα που λάτρεψες. Που κανάκεψες, ταχτάρισες και ανάστησες. Το σώμα που περιυβρίστηκε 5 φορές νεκρό και χιλιάδες φορές τηλεοπτικά. Το σώμα που έχτισε καριέρες και έκανε περιουσίες αλλά δεν ξύπνησε καμιά ερινύα.
ΝΑΤΕΛΑ ΜΕΣΧΙΣΒΙΛΙ σαν γυναίκα, σαν τηλεθεάτρια που έθρεψε το θηρίο της τηλεόρασης για χρόνια, σαν ψηφοφόρος κάθε άχρηστου που κυβερνά, σαν μάνα που το βράδυ απωθεί την σκέψη σου σαν τον πιο πύρινο εφιάλτη της, σου ζητώ συγγνώμη για όσα δεν φρόντισα ως πολίτης να ισχύουν σ’ αυτή τη χώρα που λειτουργεί με κακέκτυπα γιατί απλά οι ειδικοί είναι ακριβοί και δεν χωράνε. Θα χώσω το κεφάλι μου στην άμμο και θα δικαιολογηθώ πως δεν μπορώ να κάνω τίποτα σε μια κοινωνία που η σήψη είναι παντού.
Εύχομαι μόνο και προσεύχομαι να ησυχάσει η ψυχή σου επιτέλους και να βρεις ό,τι έχει απομείνει από το παιδί σου … και να το θάψεις στην αξιοπρεπή σιωπή που του αξίζει…
ΠΩΣ Η ΑΣΥΛΛΗΠΤΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΕΝΔΥΕΤΑΙ ΜΟΥΣΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΙΚΑ: