Ξύπνησε με τις πρώτες υπόνοιες φωτός να τις γαργαλάνε τα κουκουλωμένα της μάτια. Κατευθύνθηκε, με σχεδόν κλειστά ακόμα τα βλέφαρα, στο μπάνιο. Καθώς το κελαριστό της κάτουρο εγκατέλειπε το σώμα της, σκέφτηκε, (ή νόμιζε ότι σκέφτηκε) ότι τουλάχιστον αυτό, ακουγότανε ακόμα σχετικά νεανικό. Είχε τον γάργαρο και καθαρό ήχο της ωφέλιμης απώλειας, αυτής που είναι απαραίτητη για να κρατάει το σώμα σφριγηλό (σχετικά πάντα), σε ισορροπία και ετοιμότητα.
Για το άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της, που τώρα τελευταία συνειδητοποίησε ότι την πρόδιδε (πρωτίστως στον εαυτό της), δεν αφιέρωσε παρά μια ξυστά περαστική σκέψη: είχε απότομα και χωρίς προειδοποίηση γεράσει. Είχε χάσει σε χρώμα, πέσει σε οκτάδες, είχε αποκτήσει σχεδόν ορατούς κόμπους κάθε φορά που άρθρωνε σκέψεις, εντολές, παρακάλια. Ήταν προφανώς πολύ νωρίς για να δώσει την απαραίτητη έκταση στη σκέψη της ώστε αυτή να καταγραφεί ενσυνείδητα στο μυαλό της κι υποσυνείδητα αισθάνθηκε μια βαθιά ανακούφιση: δεν υπήρχε λόγος να αποκρούει και να ταξινομεί τις ιδέεες που τη βομβαρδίζανε σε υποθετικά λογικές ή οριακά παράλογες. Σκουπίστηκε και γύρισε στο κρεβάτι της.
Έμεινε κουκουλωμένη ανάσκελα μυρίζοντας τα σκεπάσματά της και για μια στιγμή νόμισε ότι την αγκύλωσε η αιχμηρή μύτη τής σε σχήμα προβάτου παραμάνας. Άφησε το κεφάλι της να παρακολουθεί τη συμμετρία που δημιουργούν τα ανοιγόμενα μέρη του παραθύρου και οι περσίδες.
Και μετά ήρθε η στιγμή να παρελάσουν μπροστά στα κλειστά της μάτια όλα αυτά που νομίζουμε ότι δε θυμόμαστε, αλλά που στην ουσία μάς βοηθάνε να προχωρήσουμε χωρίς μεμψιμοιρία μπροστά: μικρές, μπλε θάλασσες αντικατοπρισμένες σε ουρανούς, πατημένες τσιχλόφουσκες που’ χουν αλλάξει χρώμα, κολιέ από πευκοβελώνες και κοχύλια σκληρά σαν πέτρες, αέρας που κάνει τα αυτιά μας να μουρμουράνε και τις τρίχες των χεριών μας, σχεδόν ξανθωπές, να ανασηκώνονται, τούφες μαλλιών που μας τακτοποιούνε προς τα πίσω για να μην μας εμποδίζουνε στη θέα άλλων ματιών, πετσέτες θαλάσσης ασήκωτες και άκαμπτες από την αλμύρα, φώτα στα απέναντι βουνά στις οκτώ παρά τέταρτο, ραντεβού στη γωνία δίπλα σε λόφους σκουπιδιών που παραδόξως δε βρωμάνε, η γλυκιά μυρωδιά της αβεβαιότητας του έρωτα, το παροδικό της ενάργειας του λόγου, η παράλογη εντύπωση ότι έρχεται το καλοκαίρι στα μέσα του Φλεβάρη, τραγούδια των οποίων οι στίχοι νομίζουμε ότι έχουν γραφτεί ειδικά για μας, παγωμένα χέρια μέσα σε ζεστές χούφτες, λόγια που δεν βγαίνουν από το στόμα μας από φόβο μην χαρακτηριστούμε τραγικά εκτός πραγματικότητας, αγκαλιές που δεν παρατείνουμε για να μην μας λείψουνε στο μέλλον, σχήματα από τοξωτά φρύδια, βενζινάδικα πάνω σε στροφές…
Δεν υπήρχε πια λόγος να την απασχολεί το αν η φωνή της έβγαινε υπερβολικά άγαρμπη ή ξερή από το στόμα της. Είχε καταλάβει (ή νόμιζε τουλάχιστον) ότι μερικά πράγματα παραμένουν λεία και άθικτα όταν είναι μόνο σχηματισμένες στο ξημέρωμα σκέψεις.