Σήκωσα τα μάτια μου από τον υπολογιστή. Μετά έπεισα το κορμί μου να ακολουθήσει κι αυτό προς τα πάνω. Αργά, αλλά χωρίς φόβο κοίταξα προς τον ορίζοντα. Η μέρα είχε ξεκινήσει όπως όλες οι σημαντικές μέρες στη ζωή μου, με αυτόν τον κοινό παρανομαστή, την τουαλέτα, την μπλε τουαλέτα. Στην άσπρη πάω, αλλά ποτέ δεν γίνεται κάτι σημαντικό μετά.
Πολύ ήσυχα. Αθόρυβα. Σαν τις σκιές που από το πρωί ταξίδευαν στον τοίχο του σπιτιού ξετυλίχτηκε αυτή η τραγωδία. Ο ήλιος έλαμπε όπως λάμπει πάντα στην Ελλάδα γιατί ούτε αυτός έχει πολλές επιλογές. Κι ας έχει βαρεθεί να μας βλέπει. Ο σκύλος είχε λείψει 17 ώρες και 20 λεπτά.
Μα τώρα που γύρισε, δεν ήταν πια σκύλος.
Του είχαν δώσει το όνομα Λουκρήτιος όταν γεννήθηκε. Περίεργο όνομα για σκύλος, αλλά με τόσα που είχε κάνει σχεδόν του άξιζε. Κατέβηκα να του ανοίξω την εξώπορτα αλλά δεν τον άφησα να μπει αμέσως. Έπιασα με δυο χέρια το κεφάλι του, το γύρισα προς τον δρόμο, από εκεί που είχε έρθει.
“Κοίτα πίσω σου. Δεν έχεις επιλογή σκύλε. Κοίτα πίσω σου να θυμηθείς και να μου πεις μετά κι εμένα.” Φαινόταν εξαντλημένος. Τον πήρα αγκαλιά. Κάπως δραματικό το ξέρω, αλλά δεν πρόβαλε αντίσταση. Μπήκα στο ασανσέρ προσεκτικά να μην πιαστεί η ουρά του στην πόρτα και πάτησα το κουμπί να ανεβούμε.
Και τότε έγινε.
Το πρόβλημα με τους καθρέφτες είναι ότι κανείς δεν έχει εξηγήσει στους σκύλους ότι σε δείχνουν όπως είσαι. Εμείς τους αγαπάμε και τους τοποθετούμε προσεκτικά σε σημεία που μας βολεύουν. Ο σκύλος μου, ανοίγοντας λίγο τα κουρασμένα του μάτια να δει που πάμε όμως, δεν βολεύτηκε καθόλου με αυτό που είδε.
Πέθανε στα χέρια μου κοιτώντας τον καθρέφτη. Κι έμεινα εγώ να προσπαθώ στην αντανάκλαση, στη λάμψη της κόρης των ματιών του να βρω τη λύση στον γρίφο της εξαφάνισής του. Ήταν βαρύ το πτώμα στα χέρια μου. Οι ώμοι κουρασμένοι, οι καρποί οριακά κατάφερναν να μην μου φύγει το μεγάλο, ξαφνικά παντελώς νεκρό ζώο από τα χέρια. Αλλά με τη δύναμη της απόφασής μου να καταλάβω τι έγινε έσπρωξα την πόρτα του ασανσέρ και μπήκα στο σπίτι. Ακούμπησα τον σκύλο στο χωλ προσεκτικά. Άφησα ανοιχτά τα μάτια του, είχαμε ανοιχτά θέματα ακόμα, θα το ερευνούσα μετά όμως αυτό. Στάθηκα στον καθρέφτη και περίμενα να φύγει από το βλέμμα μου ο φόβος, το σκοτάδι του θανάτου. Τα παιδιά θα τον έβλεπαν αμέσως.
Έσβηνε σιγά σιγά η ανησυχία από τις άκρες των ματιών μου και χαλάρωνε το στόμα. Ο κόμπος στο στομάχι χαλάρωνε σταδιακά. Περίμενα λίγο ακόμα ακίνητος στον καθρέφτη που σκότωσε τον Λουκρήτιο. Έχω τόση ελπίδα μέσα μου που – όταν φουντώνει έτσι όπως τώρα – φουσκώνει και μου σκληραίνει το σώμα μέχρι που γίνομαι ανίκητος, αθάνατος και άθλιος μαζί.
“Έχω καλά νέα και κακά νέα!” είπα, όχι πολύ δυνατά. Δεν ήμουν σίγουρος αν η φωνή μου θα έβγαινε καθαρή, ή αν θα ήταν σπασμένη από το λυγμό περίμενε κι αυτός να βγει κάποια στιγμή για να ξεσπάσω.
.
O Αλέκος Γκονζαλεζίδης συχνά γράφει σουρεαλιστικές ιστορίες. Αυτήν την θεωρεί “σοβαρή”. Οπότε σίγουρα θα πάει άπατη. Το παγκόσμιο κοινό τον αγνοεί επιδεικτικά εδώ και εφτά χιλιάδες χρόνια, αλλά έχει τόση ελπίδα μέσα του που γίνεται ανίκητος, αθάνατος και άθλιος μαζί.)
Comments are closed.