(Καθότι τα έχω δώσει όλα σε επίπεδο σασπένς, καλύτερα διαβάστε πρώτα το Κεφάλαιο 1 και μετά το Κεφάλαιο 2. Πλέον δεν θα βγάζετε νόημα αλλιώς, όσο ωραία κι αν τα γράφω.)
Δεν φοβάμαι να κλάψω. Είναι κι αυτό μια γλώσσα. Διεθνής γλώσσα, απλά δεν πας φροντιστήριο για να την μάθεις. Μερικοί εξασκούνται όταν βλέπουν ταινίες, άλλοι ακούγοντας Μαρινέλλα. Και σαν τις αναπνοές τις καλές, τα καλά δάκρυα δεν αρχίζουν από πίσω από τα μάτια απλά. Σαν αυτές τις αναπνοές που συμπαθούν στον διαλογισμό, αρχίζουν από βαθιά στο στομάχι, γεννιούνται στο κέντρο βάρος του σώματος, βουνίσια πηγή δυνατή και ασυγκράτητη.
Τα παιδιά μου είναι σαν το Βόρειο Σέλας, μαγνητικά κάπως ξέρω που είναι κι ας μην βλέπω. Στο σκοτάδι, με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα, ήξερα ότι ήταν κάπου κοντά μου. Η κόρη μου πλησίασε, με αγκάλιασε. Δεν χρειαζόταν να καταλάβει τι έχω, κλάψαμε μαζί. Με κάθε μου λυγμό καθάριζε η σκέψη μου και ξαναγινόμουν ο πατέρας που έπρεπε να ξέρει τι να κάνει, που θα είχε σχέδιο για να βρούμε τα αγόρια.
Αλλά πρώτα έπρεπε να μάθουμε που είμαστε εμείς.
Το φαινομενικά μαγικό πέρασμα μέσα από έναν τοίχο κάπως μπορώ να το καταλάβω σε επίπεδο κβαντομηχανικής. Το big bang που έγινε στο μυαλό μου πιο δύσκολα. Τώρα που συνήθισα το μισοσκόταδο και στέρεψαν τα δάκρυα, τώρα που έβλεπα την πραγματικά αλλοπρόσαλλη νέα μας κατάσταση.
-Μην ανοίξεις τα μάτια αγάπη μου, την προειδοποίησα.
“Γιατί μπαμπά;”
-Έχω διαβάσει πιο πολλά βιβλία από εσένα κούκλα, απλά κάνε αυτό που σου λέω.
“Περίεργα μιλάς μπαμπά. Φοβάμαι λίγο.”
-Μην φοβάσαι αγάπη μου. Όταν είσαι μικρή πολλά πράγματα φαίνονται περίεργα, δοκιμάζεις, πειραματίζεσαι. Κι εγώ έχω υπάρξει διαφορετικός, σα στολές φοράμε οι άνθρωποι χαρακτήρες. Αλλά είναι μάταιο. Όλα τα ρούχα και τα στυλ και τα κόλπα καταρρέουν όταν μαζευτούν πολλά αληθινά δάκρυα. Σπάνε τα φράγματα και το νερό καταλήγει στη θάλασσα αυτού που είσαι πραγματικά.
Με τον ίδιο μαγνητικό τρόπο που ξέρω πάντα που να την βρω, ήξερα ότι θα ανοίξει τα μάτια της. Η ποιητική μου περιγραφή ίσως την είχε προετοιμάσει για το θέαμα. Κρεμόμουν από την παραμικρή έκφραση στο πρόσωπό της για να σκεφτώ τι να πω μετά. Κι όμως. Ψυχρή σαν στρατηγός που εξετάζει ένα πεδίο μάχης, τα μάτια της συστηματικά επιθεωρούσαν το τοπίο. Είδε ότι είχαμε γύρω μας θάλασσα. Φάνηκε λίγο, σφίχτηκε δεξιά προβληματισμένη, όταν παραξενεύτηκε που ήταν τόσο ήρεμη η θάλασσα. Εντόπισε στο βάθος δυο μεγάλες τετράγωνες κατασκευές που έβγαιναν περίπου τριάντα μέτρα από το νερό. Τελείωσε την ανάλυση και γύρισε προς τα εμένα. Δεν είχα ιδέα τι να πω. Δεν είχα δύναμη να της δώσω κουράγιο πάλι αν έβαζε τα κλάματα. Δεν είχα απαντήσεις, δεν είχα σχέδιο.
Ευτυχώς όμως χαμογέλασε.
“Μπαμπά ξέρω που είμαστε.”
.
(O Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι ΜεξικανοΠόντιος λογοτέχνης διεθνούς βεληνεκούς. Αν χρειάζεται, όπως σε αυτήν την ιστορία, γίνεται και διαγαλαξιακός ενίοτε.)