Μιάμιση ώρα μετά τα μεσάνυχτα και μια ασυνήθιστα μεγάλη ομάδα ανθρώπων, ίσως πάνω από διακόσιοι, κινούνται ήσυχα στους κακοφωτισμένους δρόμους της ρημαγμένης Θεσσαλονίκης. Αν ήταν άλλη ώρα θα σκεφτόμουν πως ήταν εκδρομείς που επέστρεφαν από το ταξίδι τους, αλλά πούλμαν εκεί γύρω πουθενά. Μια άλλη, εξίσου μεγάλη ομάδα είναι σταματημένη γύρω από τη σκοτεινή στάση του αστικού. Ησυχία, νεκρική κυριολεκτικά, και εδώ. “Ποιοι είναι όλοι αυτοί;” μουρμουρίζω και τους προσπερνώ με κάποια ανησυχία.
Λίγο πιο κάτω το διανυκτερεύον περίπτερο περικυκλώνεται από σιωπηλούς ανθρώπους. Είμαι ανάμεσά τους. Προμηθεύονται μπουκάλια με κρύο νερό. Τακτικά, ένας – ένας, πολιτισμένα, ίσα που ακούγεται η φωνή τους.
Εδώ, κάτω από τα φώτα μπορώ να διακρίνω λεπτομέρειες. Αυθόρμητα μου έρχεται η λέξη νοικοκύρηδες. Ολοι τους είναι περιποιημένοι, καθαροί, κουβαλάνε μια βαλίτσα ο καθένας ή ένα σάκο στην πλάτη τους. Τίποτα παραπανίσιο. Η πλειοψηφία νέοι και πολλά μικρά παιδιά που κρατώντας το χέρι των γονιών τους κοιτούσαν απορημένα, όμορφοι άνθρωποι. Το βλέμμα τους καθαρό, τα πρόσωπά τους ταλαιπωρημένα και ταυτόχρονα αξιοπρεπή.
Χαμογελούν στον περιπτερά, πληρώνουν και φεύγοντας ο καθένας τον ευχαριστεί. Κάποιοι γονατίζουν δίπλα και χαϊδεύουν τον σκύλο μου. Σήμερα άργησα να τον βγάλω για τη νυχτερινή του βόλτα αλλά ανταμείφθηκε από ένα σωρό αναπάντεχα χάδια.
Οσοι κάθονται στα σκοτεινά αφήνουν τις θέσεις τους και αμίλητα έρχονται προς τα εμάς. Οι δύο ομάδες των αμίλητων ανθρώπων συναντιούνται. Συγκεντρώνονται στη διασταύρωση, στα φανάρια, ύστερα πάνε αριστερά, μετά επιστρέφουν στο ίδιο σημείο για λίγα λεπτά πριν αρχίσουν να βαδίζουν, σα χαμένοι, τόσος κόσμος, προς την αντίθετη κατεύθυνση πάντα βουβά, με βήματα αθόρυβα.
Μερικοί πιο νέοι, σχεδόν έφηβοι, επιστρέφουν στο περίπτερο. Κι άλλα μπουκάλια με νερό από το ψυγείο που έχει σχεδόν αδειάσει σε χρόνο μηδέν.
Τολμάω να ρωτήσω ένα νέο παιδί με γαλάζιο σακίδιο πλάτης, κάπου στα δεκαοχτώ, από που είναι.
–Από τη Συρία, μου απαντά σε πολύ καλά Αγγλικά και στη συνέχεια ζητάει να τον κατευθύνω στο σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων ενώ με την άκρη του ματιού του προσπαθεί να μη χάσει επαφή με τους δικούς του.
Με ευχαριστεί και πριν φύγει μου ζητάει “συγγνώμη για την αναστάτωση”. Ισα που καταφέρνω να ψελλίσω “Καλή τύχη.” Μου έρχονται στο νου όλες, οι χειρότερες βρισιές που ξέρω, για τους αθλιότερους ανθρώπους που γνωρίζω ονομαστικά. Είναι οι ίδιοι που σιχαίνομαι να βλέπω τις μοχθηρές φάτσες καθημερινά σε όλα τα μήντια. Δεν ξεστόμισα τίποτα. Θα ήταν προσβολή σε αυτό το ευγενικό πλάσμα και τους συμπατριώτες τους που περιπλανώνται σε μια άγνωστη χώρα, σε μια εχθρική ήπειρο γεμάτη απαθή κτήνη τα οποία ξεθεμελίωσαν την πατρίδα τους.
Οχι παλικαράκι μου, όχι ψυχή μου, εσύ δεν χρωστάς καμία συγγνώμη σε κανέναν. Εσύ, η οικογένεια σου, οι συμπατριώτες σου δεν αναστατώσατε κανέναν. Μακάρι να μπορούσες να με ακούσεις. Αμφιβάλλω εάν έστω και ένας καλοζωισμένος πολίτης από όλα τα εκατομμύρια του γαμημένου Δυτικού-πολιτισμένου κόσμου θα έλεγε αυτή τη φράση μετά, από ένας Θεός ξέρει, τι ταλαιπωρίες πέρασες. Αναρωτιέμαι τώρα που, τρόπος του λέγειν, ηρέμησα τι μπορεί ακόμη να σε περιμένει. Καλύτερα να με χαστούκιζες.
Εμείς σου οφείλουμε συγγνώμη, αμέτρητες, όλες του κόσμου τις συγγνώμες, συν μια από εμένα προσωπικά που τα έχασα εκείνη τη στιγμή και δεν πλήρωσα τουλάχιστον το νερό σου.
Συγγνώμη, μ’ ακούς;
Φωτογραφία: Little nightmares © K o P i