Δεν ήμουν πάντα έτσι. Πριν σαράντα χρόνια μόλις είχαμε μπει στο πρώτο μας σπίτι. Μετά από πολλές μετακομίσεις στο νοίκι, με δάνειο 20ετές, οι γονείς μου τα κατάφεραν και έχτισαν ένα σπίτι. Δεν έχουμε εξοχικό, ζούσαμε τότε στο δάσος των Βορείων Προαστίων μας πριν γίνει της μόδας η γειτονιά. Και για δώρο την πρώτη μας χρονιά καθίσαμε στο νέο μας μπαλκόνι, είδαμε ολόκληρη την Πεντέλη να καίγεται και αναρωτιόμασταν αν θα βγάλουμε την βραδιά ζωντανοί. Έτσι μεγάλωσα.
“Αλέξη που έχεις το διαβατήριό σου; Καίγεται το σπίτι και μάλλον θα φύγω;” Δέκα χρόνια αργότερα ήμουν στο σπίτι της κοπέλας μου και η ήρεμη, Βρετανικού φλέγματος και ιδιοσυγκρασίας φωνή της μητέρας μου διεκπαιρέωνε όπως πάντα λογικά και μεθοδικά. “Οι φλόγες είναι πλέον στον κήπο μας” μου ανακοίνωσε. Αντιδρούσα ακόμα ως Ελληνάρας, μπήκα στο αμάξι, ξεκίνησα να οδηγάω σαν τρελός και να κορνάρω να πάω να βοηθήσω…κάπου στα μισά εγκατέλειψα. Κανείς δεν έκανε στην άκρη, ήμουν απλά ένας ακόμα μαλάκας Έλληνας οδηγός που θεωρεί ότι έχει προτεραιότητα. Έφτασα στο σπίτι και το έπαιξα πυροσβέστης.
Άλλη βλακεία κι αυτό που έχω ζήσει καλά. Η πίστα “το δικό μου σπίτι είναι πιο σημαντικό”. Να μην αφήνει ο νεόπλουτος κακομαθημένος το πυροσβεστικό να φύγει από το δικό του, επειδή βέβαια είμαι πλέον σε γειτονιά “ξέρεις ποιος είμαι εγώ;” Να κλείνουν με το αμάξι τον δρόμο επίτηδες. Εμείς και μόνο εμείς ξέρουμε που και πως πρέπει να επιχειρήσουν τα πυροσβεστικά. Στεκόμαστε πενήντα νοματαίοι και κοιτάμε στον απέναντι λόφο μια φωτιά να πλησιάζει και ο άνθρωπος του Δήμουν ανακοινώνει ότι “εντάξει, πάμε για ύπνο, έσβησε αυτή…” Το επόμενο πρωί ήταν στην πόρτα μας.
Πέρασα και την φάση του εθελοντή. Με τις ώρες σκοπιά τα βράδια, οργάνωση εθελοντών, εκπαίδευση με την πυροσβεστική, στο τέλος έμπλεκε κάποιος πολιτικά να εκμεταλλευτεί την φάση πάντα, τελικά τους εγκατέλειψα, δεν άντεξα. Ζήσαμε φοβερές στιγμές, μέρες χωρίς ύπνο, αδρεναλίνη στα ύψη. Κάναμε βλακείες, να τα λέμε κι αυτά. Όπως την φορά που αναγκάσαμε εμείς το πυροσβεστικό να μείνει σε ένα μέτωπο, πολεμήσαμε με αυτοθυσία και νικήσαμε την φωτιά…μόνο και μόνο για να την βρούμε μετά από λίγες ώρες σε παραπλήσιο μέτωπο. Καταντήσαμε σαν τους “ξέρεις ποιος είμαι εγώ” από την ανάποδη. Έγραφα πύρινα άρθρα εξηγώντας ότι δεν είναι εμπρησμοί αλλά η μαλακία που μας δέρνει που καίει την χώρα. Προσπάθησα με αναδασώσεις. (Άλλη σειρά ανέκδοτων αυτό το θέμα, δεν το αρχίζω καν.)
Όταν καιγόταν η Πάρνηθα ήμουν τόσο αναίσθητος που πήγαμε για μπάνιο. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ το θέαμα. Καθώς γυρνούσαμε αργά φαινόταν το φως της από τον Μαραθώνα. Μπροστά μου κι άλλα αυτοκίνητα αναίσθητων. Και ο ένας πέταξε και τσιγάρο από το παράθυρο. Σαν να μην έτρεχε τίποτα. Ξερόχορτα παντού γύρω μας, μύριζε κάπνα κι αυτός πέταγε το αναμμένο τσιγάρο του, ούτε το μισό δεν είχε καπνίσει. Ούτε που τον ένοιαζε, ούτε που το κατάλαβε. Τα παιδιά απόρησαν που δεν έκανα κάτι. Εγώ καθόλου. Δεν έχει νόημα. Σε μια παραλία με πιο πολλά αυθαίρετα από κόκκους άμμου. Σε περιοχές-φαβέλες ελληνικής κοπής γεμάτες αυτοσχέδιες διακηρύξεις νεοελληνικής ανοησίας. Περπάτησα τον χειμώνα στον Άγιο Ανδρέα και το Μάτι. Έγραψα ένα άρθρο για τα αυθαίρετα και την βλακεία του εξοχικού. Με έβρισαν οι πιο πολλοί. Κανείς δεν θέλει να ακούει την αλήθεια. Κανείς δεν θέλει Κράτος.
Συγνώμη που είμαι αναίσθητος. Ο γιος μου θέλει να γυρίσουμε από τις διακοπές να δει από κοντά. Εγώ του ξαναλέω για την προηγούμενη φορά που πέρασε η φωτιά δίπλα από το σπίτι μας. Από θαύμα, και λόγω επιλεκτικά καθαρισμένων από χόρτα οικόπεδων, πραγματικά ακόμα δεν ξέρω πως την γλιτώσαμε. Αλλά θυμάμαι πολύ καλά ότι όλοι είχαν πακετάρει τα αμάξια να φύγουν και κοιτούσαν τηλεόραση! Ήξεραν ότι ήταν κοντά η φωτιά και περίμεναν από τον ΣΚΑΙ να μάθουν πόσο κοντά. Όλη μέρα την μυρίζαμε και ξαφνικά στις 6 το απόγευμα έγινε μποτιλιάρισμα πανικόβλητων.
Σε αυτή την χώρα ζεις γιέ μου. Ο πατέρας σου ξέρεις τι έκανε; Φόρτωσε στην πλάτη το φουσκωτό καγιάκ, ναι, αυτό που γίνεται σακίδιο, έβαλε και τα κουπιά σαν σημαία και κατέβηκε με τα πόδια. Δεν γελούσα πια με τους “ξέρεις ποιος είμαι εγώ;” που κόρναραν κολλημένοι στα ακριβά τους αυτοκίνητα μιλώντας ταυτόχρονα στο κινητό. Δεν έκλαιγα πια για την καταστροφή. Δεν σήκωσα δαχτυλάκι να βοηθήσω. Κι όταν με πήρε ένας γείτονας να με κατεβάσει τον έβρισα κιόλα, ξαναβγήκα από το αμάξι και περπάτησα ως το τραίνο να φύγω για διακοπές.
Συνέχισε τώρα να βλέπεις στην τηλεόραση ειδικούς να αναλύουν τα πως και τα γιατί χωρίς να λένε ποτέ έτσι χύμα την αλήθεια. Σε 2-3 εβδομάδες θα τα έχεις ξεχάσει, θα είναι πάλι εντάξει να ποστάρουμε όλοι εικόνες από τα νησιά και τις διακοπές μας. Δεν είναι σημαία αυτό που εξέχει από το σακίδιό μου μαλάκα ΝεοΈλληνα. Είναι κουπιά. Όταν οι Αφρικανοί και οι ανά τον κόσμο ταλαίπωροι διακινδυνεύουν την ζωή τους για να έρθουν, εγώ θα πηγαίνω ανάποδα. Καλύτερα σε εμπόλεμη ζώνη. Εκεί τουλάχιστον όλοι ξέρουν ποιος είναι ο εχθρός.
ΥΓ Συγνώμη που τα γράφω τώρα. Ξέρω, ξέρω, “τώρα δεν είναι ώρα για αυτά”. Ναι, καλά, είδατε να μας βγάζει κάπου καλά αυτό το σύστημα για να το συνεχίσουμε; Οι γονείς μου είναι υπηρεσία, όπως έχω κάτσει κι εγώ για αυτούς άλλες φορές. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να ακούσω την φωνή της μάνας μου και να (ξανα)ξεγράψω το σπίτι μου λόγω φωτιάς. Στην ηλικία σου έγραψα παραλλαγή στον Θούρειο που ξεκινούσε “ως πότε Αθηναίοι θα ζούμε με φωτιά, με φόβο και με τρόμο, για μάνα και παιδιά;”