Από χτες έχει ξεσπάσει στα ΜΜΕ, διαμάχη σχετικά με την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης την παρουσίασε ως πρόταση τροπολογίας στο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, εφόσον ήδη η Ελλάδα ήδη έχει δεχθεί καταδίκες για την έλλειψη αυτή. Πριν από λίγες μέρες, το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου καταδίκασε την Ελλάδα καθώς έκρινε ότι είναι αντίθετος με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ο αποκλεισμός των ομόφυλων ζευγαριών από το σύμφωνο συμβίωσης. Η καταδίκη αυτή ουσιαστικά ήταν μία υπόδειξη στο ελληνικό κράτος συμμόρφωσης με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, που αναγνωρίζουν το δικαίωμα αυτό στους ομοφυλόφιλους.
Τι είναι αυτό το σύμφωνο συμβίωσης: Σύμφωνα με το www.europa.eu. το σύμφωνο συμβίωσης αποτελεί αναγνώριση της καταχωρισμένης συμβίωσης το οποίο επιτρέπει σε 2 άτομα που ζουν μαζί ως ζευγάρι, να δηλώσουν τη σχέση τους στην αρμόδια δημόσια αρχή της χώρας διαμονής τους. Επομένως, πρόκειται για ένα νομικό δικαίωμα δύο ανθρώπων αναγνωρίσεως της σχέσης τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Το πρόβλημα ουσιαστικά που λύνει το σύμφωνο, είναι η νομική κατοχύρωση δύο ανθρώπων που ζουν μαζί, ετερόφυλοι ή μη. Γιατί ας μην κρυβόμαστε, ειδικά στις περιπτώσεις των ομοφυλοφίλων δεν υπάρχει καμία νομική κατοχύρωση αυτών των ανθρώπων και της σχέσης τους. Οπότε ο νομοθέτης, ουσιαστικά επεμβαίνει για να καλύψει αυτό το κενό, στην Ευρώπη τουλάχιστον, εφόσον οι ομοφυλόφιλοι πρέπει να αποτελούν ένα μέρος του κοινωνικού συνόλου με ίδια δικαιώματα. Ένα κοσμικό κράτος οφείλει να προστατεύει όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες του.
Η Ελλάδα από το 2008 αναγνώρισε νομικά τα σύμφωνα συμβίωσης, που υπογράφονται από τους ενδιαφερόμενους ενώπιον συμβολαιογράφου, αλλά η αναγνώριση αυτή αφορούσε αποκλειστικά ετερόφυλα ζευγάρια και όχι ομόφυλα. Η καταδίκη της Ελλάδας σε σχέση με το σύμφωνο και την εφαρμογή του για τους ομοφυλόφιλους, όπως και η σχετική τροπολογία του ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάστηκε από τα ΜΜΕ, ούτε λίγο, ούτε πολύ με μία στρεβλή εικόνα, ως αναγνώριση του γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι αν ρωτήσετε το μέσο Έλληνα, θα σας απαντήσει το ίδιο.
Με τη λογική της συναίνεσης σε μία έννοια γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων, ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ παρουσιάστηκε λαύρος κατά του συμφώνου και από εκεί ξεκίνησαν οι αντιδράσεις. Ειρωνείες, σχόλια με σαφές περιεχόμενο: «Τι θέλει η Εκκλησία και ανακατεύεται;», «Ο μαύρος συντηρητισμός μας αφήνει πίσω στο σκοτάδι», «Το παπαδαριό…» και πάει λέγοντας.
Για να κατανοήσουμε την αντίδραση αυτή, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι ο γάμος μεταξύ ομοφυλοφίλων απορρίπτεται από την Εκκλησία, εφόσον αντίκειται: 1) στην ανθρωπολογική της διδασκαλία, 2) στη διδασκαλία περί γάμου και μυστηρίων (μυστηριολογική διάσταση του γάμου κλπ), 3) στην πνευματική διάσταση του ασκητισμού, όπως την αποδέχεται ο χριστιανισμός. Καθώς αυτές οι διδασκαλίες συνδέονται άμεσα με τη σωτηρία του ανθρώπου – τον κινητήριο μοχλό του χριστιανισμού, όπως και κάθε θρησκείας – η Εκκλησία αυτομάτως θα ταχθεί κατά μίας τέτοιας προοπτικής. Δεν είναι συντηρητισμός, δεν είναι οπισθοδρόμηση, είναι η άποψή της για τη σωτηρία του ανθρώπου. Ο οποιοσδήποτε μπορεί να την αποδεχθεί ή να την απορρίψει, αλλά δεν μπορεί να ζητάει από το χριστιανισμό να την αλλάξει.
Βέβαια, ο κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος θα αναρωτηθεί δικαίως: Μα γιατί να ενδιαφέρεται η Εκκλησία για ένα νόμο που αφορά το κοσμικό κράτος. Για δύο κύριους λόγους: 1) Γιατί θα θέλει να ενημερώσει το ποίμνιό της για την πνευματική διάσταση ενός τέτοιου «γάμου». 2) Γιατί στην Ελλάδα το πολιτειακό καθεστώς δεν έχει προχωρήσει ακόμη σε διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους. Επομένως, η Εκκλησία νομιμοποιείται και τυπικά να διατυπώνει άποψη, εφόσον το επιθυμεί.
Το κράτος λοιπόν, όφειλε, εφόσον δεν έχει προχωρήσει σε απαίτηση ή διεκδίκηση του διαχωρισμού του από την Εκκλησία, τουλάχιστον έως σήμερα, να διαφωτίσει με δική του πρωτοβουλία για τις νομικές διαστάσεις του ζητήματος τους εκπροσώπους της Εκκλησίας. Όφειλε να εξηγήσει με λεπτομέρειες για ποιους λόγους επιβάλλεται ή απαιτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση αυτή η διεύρυνση. Το ίδιο όφειλε να κάνει και η αξιωματική αντιπολίτευση για να μην υπάρξουν αντιδράσεις.
Από την πλευρά της η Εκκλησία ως εταίρος του πολιτειακού θεσμού, όφειλε να ζητήσει, εφόσον δε δόθηκαν, εξηγήσεις για το σύμφωνο. Στους κόλπους της υπάρχουν ικανοί νομικοί και θεολόγοι που έχουν σαφή δυνατότητα να καλύψουν το ζήτημα από όλες τις πτυχές του. Και αφού έπαιρνε τις απαραίτητες εξηγήσεις όφειλε ως Ιεραρχία πλέον να κάνει τις απαραίτητες ανακοινώσεις επί του θέματος. Επισήμως και χωρίς ακραίες επιλογές απειλών. Με τεκμηρίωση θεολογική και φρόνημα εκκλησιαστικό, έχοντας υπόψη δύο σημαντικές παραμέτρους. Η πρώτη είναι η αναφορά στο ποίμνιό της, στους πιστούς της. Η δεύτερη έγκειται στην αναγνώριση πώς σήμερα η κοινωνία αποτελείται από διάφορες ομάδες που δεν ανήκουν πλέον στους κόλπους της και θα πρέπει να συνδιαλεχθεί και με αυτές.
Τα προβλήματα της χώρας είναι πολλά και σοβαρά και δεν εξαντλούνται στο σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ ομοφυλοφίλων. Αυτό τουλάχιστον οφείλει να το αναγνωρίζει το κράτος και να πράττει ανάλογα.