Με είπε “μαλάκα”. Αναρωτήθηκα πως διάολο με κατάλαβε. Πως έκανε πλήρη εκτίμηση χαρακτήρα από το αμάξι του τόσο γρήγορα; Άρπαξα από την ποτηροθήκη του αυτοκινήτου μια Κόκα Κόλα και την ήπια τόσο γρήγορα ώστε το ρέψιμό μου βγήκε απότομο. Τόσο απότομο που προκλήθηκε σχισμή στον χρόνο, μια μικρή μαύρη τρύπα μέσα από την οποία ταξίδεψα στο μέλλον.
Ακόμα και μπροστά σε τέτοια συνταρακτικά συμβάντα όμως, ο Facebookάνθρωπος έχει πάντα τις ίδιες αντιδράσεις, με την ίδια περίπου σειρά. “Σοβαρά! Έγινε αυτό; Απίστευτο! Καλά κάτσε να σου πω μια φορά ΕΓΩ….και να σου πω τώρα ΕΣΥ τι πρέπει να κάνεις, ας σκεφτούμε και αυτά τα δέκα σχεδόν άσχετα πράγματα που μοιάζουν σαν να τα διάβασα κάποτε, να κι ένα αστείο κάπως σχετικό.” Αν δεν αλλάξεις θέμα, απλά επανέρχεται σε ένα από τα παραπάνω στάδια.
Πέρασα στην αντεπίθεση. “Πάντως αν χάσει το κόμμα που υποστηρίζω στις εκλογές, στην τελική δεν πολυπειράζει γιατί έτσι κι αλλιώς μας ψεκάζουν, τι περίμενες;” Πίστευα ότι βραχυκύκλωσε. Ήταν προηγμένη σκέψη. Αλλά επανήλθε αμέσως ο άτιμος.
“Μη μισείς την πολιτική. Το πρόβλημα είναι οι πολιτικοί.”
Γιατί, δεν μπορώ νομίζεις αν μισώ ταυτόχρονα δυο πράγματα;
Το λογοπαίγνιό του ήταν καλό. Θα το διάβασε σε μπλουζάκι ή γκράφιτι. Ή μπλουζάκι κολλημένο στον τοίχο που του έκαναν γκράφιτι. Η απάντησή μου ήταν καλύτερη. Ωμό μίσος, χωρίς λογική, τέρμα οι συζητήσεις. Μια φορά πριν τριάντα χρόνια έβαλα εισαγωγικά στην αρχή μιας πρότασης και ξέχασα να τα κλείσω. Έκτοτε νομίζω ότι κι αν γράψω βγαίνει ειρωνικό. Κάποτε θα κλείσω τα εισαγωγικά ίσως. Αλλά ως τότε θεωρώ μεγάλο κατόρθωμα το γεγονός ότι μπορώ να συζητάω με ψηφοφόρους ΧΑ, ΑΝΕΛ ή ΣΥΡΙΖΑ σαν να είναι κι αυτοί άνθρωποι.
Την φωτιά δεν την ανακάλυψαν οι πρόγονοί μας για να ψήνουν. Την ανακάλυψε κάποιος που δεν ήξερε πως να τερματίσει συζήτηση με έναν ενοχλητικό περαστικό στη σαβάνα. Τον τρόμαξε με την φωτιά και ύστερα τον έφαγε. Ψητό. Συνεννοηθήκαμε;