Ξύπνησαν από το θόρυβο και ένιωσαν μεγάλη αγωνία. Ήξεραν τι σημαίνει αυτό. Ένα τράνταγμα, μια μεγάλη ένταση και μετά… «Δεν θέλω να πεθάνω» είπε, «Ούτε εγώ», του απάντησε. Περίμεναν να ακούσουν το μεγάλο μπαμ, την έκρηξη… «Ξέρεις πώς προκλήθηκε;» ρώτησε. «Λόγω του μεγάλου θυμού, της απογοήτευσης και της απόγνωσης», του είπε.
Και τώρα τι γίνεται; Πώς αποφασίζεις ότι έφτασε το τέλος σου; Αναρωτιέσαι αν μπορείς να επέμβεις, να το σταματήσεις, να μη συμβεί. Ξαφνικά έγινε μια παύση. Τα πράγματα ηρέμησαν. Λες να γλιτώσαμε, σκέφτηκαν; Έπρεπε να προστατευτούν γρήγορα πριν χειροτερέψει η κατάσταση. «Φοβάσαι;».
«Ναι, πολύ. Είχα ένα φίλο κάποτε, εκείνος ήταν τυχερός, όταν έγινε, δεν φοβόταν, υπήρχε μια χαρούμενη ατμόσφαιρα, όλα ήταν όμορφα και συνέβη μέσα από μια συγκινητική χαρά». «Αλήθεια; Τώρα όμως όλο αυτό το προκαλεί μια τεράστια θλίψη».
Ξαφνικά, άλλο ένα μεγάλο τράνταγμα, τα πράγματα αγρίεψαν πάλι. Μάλλον ερχόταν η μεγάλη στιγμή, το ξέσπασμα. Κρατήθηκαν από το χέρι, «Πρέπει να είμαστε δυνατοί» σκέφτηκαν. Ένα ρεύμα άρχισε να τους παρασέρνει, ένα δυνατό αεράκι που δυνάμωνε μέχρι που έγινε στρόβιλος.
Έφτανε το τέλος. Άρχισε να κλαίει αλλά του έσφιξε το χέρι. Έπρεπε να το πάρουν απόφαση. Πήραν φόρα και πήδηξαν στο κενό. Τους ακολούθησαν πολλοί άλλοι.
Το κορίτσι έκλαιγε όλη τη νύχτα μέχρι που αποκοιμήθηκε νωρίς το πρωί.